Τρεις χιλιάδες εφτακόσια δεκαεννέα Χ. Ένα για κάθε μέρα που ήταν αιχμάλωτοι.
Στράφηκε προς το κτίριο. Κοιτώντας ψηλά, είδε τον όροφό της, τον τρίτο. Πιο πάνω στον έκτο, ο δικός του. Μέτρησε τα καγκελωτά παράθυρα προς τα δεξιά...επτά...οχτώ...εννιά. Εκεί. Αυτό ήταν το παράθυρό του. Κοίταξε επίμονα. Και εκείνη τη στιγμή, το είδε· μια μικρή λάμψη. Πώς το έκανε, δεν το ήξερε, αλλά ακόμη και στις πιο συννεφιασμένες μέρες, το αμυδρό του σήμα φαινόταν. Δεν ήταν τίποτε ιδιαίτερο, μια μικρή λάμψη μόνο, αλλά όλη της η ύπαρξη εξαρτιόταν απ’ αυτή, αυτό το κλάσμα δευτερολέπτου ανάμεσα σε όλα τ’ άλλα της ημέρας το οποίο επιβεβαίωνε πως ήταν ζωντανός, την αγαπούσε και με κάποιον τρόπο θα υπέμεναν αυτό το βασανιστήριο μαζί.
Έφερε την πέτρα στα χείλη της, κρατώντας το βλέμμα της στο παράθυρό του. Ήξερε ότι την κοιτούσε, όπως έκανε κι αυτή όταν ερχόταν αυτός στο προαύλιο τα απογεύματα και ολοκλήρωνε την τελετουργία τους.
Άγγιξε απλά την πέτρα στο στόμα της, για να μην υποψιαστεί κανείς ότι επικοινωνούν.
Υπήρχαν πολλοί άλλοι κρατούμενοι. Δε γνώριζε ακριβώς πόσοι, αλλά ένιωθε εκατοντάδες βλέμματα πάνω της. Όλοι ήταν άνδρες, εκτός από μία. Ή τουλάχιστον της άρεσε να σκέφτεται ότι κάπου μέσα σε αυτήν την τεράστια, φριχτή φυλακή γνωστή ως Kauen Bogdanovka υπήρχε άλλη μια γυναίκα. Είναι ανησυχητική η σκέψη μιας γυναίκας ανάμεσα σε εκατοντάδες άνδρες, ακόμη και σε απομόνωση.
Μόνο εκείνη και ο σύζυγός της έβγαιναν σε αυτό το προαύλιο. Δύο μεγαλύτερες αυλές ήταν τοποθετημένες δεξιά και αριστερά, όπου έβγαζαν σε ομάδες τους άλλους κρατούμενους. Δεν μπορούσε να τους δει, μόνο που άκουγε τις φωνές τους όταν αθλούνταν ή τσακώνονταν.
Όταν βρίσκονταν στα κελιά τους, δεν άκουγε τίποτα. Ίσως ήταν πολύτιμοι και δεν ήθελαν να τους εκθέσουν στη βιαιότητα των άλλων φυλακισμένων. Σίγουρα όμως δεν ένιωθε πολύτιμη.
Δεν μπορούσε να δει μέσα στα κελιά την ημέρα διότι ήταν χτισμένα σε μεγάλες εσοχές, μακριά από το φως των παραθύρων.
Θα σκότωνα για μια πεντάλεπτη συζήτηση με μια γυναίκα -- ή και με τον Λερτς, για να είμαι ειλικρινής -- ακόμη κι αν δεν μιλάει Αγγλικά, που μάλλον δεν μιλάει. Ίσως να ξέρει Τουρκικά ή Ρωσικά.
Περπάτησε παράλληλα με τον εξωτερικό τοίχο έως το τέλος του. Γυρνώντας αριστερά, πήγε στο κτίριο, όπου ξανάκανε μια αριστερή στροφή και περπάτησε προς την πόρτα. Μετά πάλι αριστερά για μερικά βήματα. Εκεί, άφησε την πέτρα στην προκαθορισμένη θέση της.
Φορούσε μια φθαρμένη μπλούζα με τον Τσε Γκεβάρα, αμάνικη· όμως εκείνη έκανε χειρονομία τάχα ότι σήκωσε το ένα μανίκι της. Επανέλαβε την ίδια ιδιοτροπία και με το άλλο χέρι, σαν να προετοιμαζόταν να πάει για δουλειά.
Έκανε ένα πλάγιο βήμα αριστερά, και ακολουθώντας την προηγούμενη διαδρομή της πήγε προς τα εμπρός, μισό βήμα μεσ’ την προηγούμενη πορεία της. Έκανε τον κύκλο του προαυλίου με πλάγια βήματα συνεχώς, περνώντας την πέτρα, κάθε φορά μισό βήμα πιο μέσα ώσπου έφτασε στο κέντρο του. Εκεί στάθηκε απέναντι από την γκρι σιδερένια πόρτα, έξι μέτρα μακριά. Αφού έριξε μια κλεφτή ματιά στον έκτο όροφο, ξεκίνησε για την πόρτα. Και τότε, την κατάλληλη στιγμή, αυτή άνοιξε.
* * * * *
Όταν μπήκε στο κελί της, στάθηκε μπροστά απ’ το κρεβάτι της με την πλάτη στον τοίχο. Κοίταξε επίμονα τον απέναντι τοίχο.
Της είχε πάρει μήνες να μάθει το σάλτο. Πριν πολλά χρόνια, όταν ήταν δεκαεπτά χρονών, έβλεπε τους χορευτές δρόμου της Νέας Υόρκης να κάνουν το ίδιο κόλπο, οπότε ήξερε ότι δεν ήταν αδύνατο. Απαιτούσε συγκέντρωση, ταχύτητα και δύναμη στα πόδια. Τις πρώτες φορές που το δοκίμασε έπεφτε με δύναμη πάνω στο τσιμέντο, και είχε μώλωπες στους αγκώνες και τους ώμους της.
Επικεντρώθηκε σε δύο γρατσουνιές πάνω στον τοίχο, λύγισε τα πόδια της κι έτρεξε προς το μέρος τους. Ανασηκώθηκε, βάζοντας το αριστερό της πόδι στην πρώτη γρατσουνιά, περίπου ένα μέτρο ύψος από το πάτωμα. Με την ορμή της να υποβοηθάει, έφερε το δεξί της πόδι στη δεύτερη γρατσουνιά και έκανε το άλμα. Αναποδογύρισε το κορμί της στον αέρα με τα χέρια της εκτεταμένα, και προσγειώθηκε στα πόδια της, απέναντι από τον τοίχο με τις γρατσουνιές, ο οποίος τώρα ήταν στολισμένος με τα σκονισμένα αποτυπώματά της. Έκανε υπόκλιση και πιρουέτα για το αόρατο κοινό της.
Έκανε πίσω, και στάθηκε στον τοίχο δίπλα στο κρεβάτι της. Μετά από μια βαθιά ανάσα, λύγισε τα πόδια και έτρεξε προς τον αντίθετο απ’ αυτήν τοίχο.
Ήταν ένα γελοίο ακροβατικό, το ήξερε, αλλά ήταν ένα ακόμη πράγμα από τις πολλές άχρηστες συνήθειες που επαναλάμβανε κάθε μέρα. Έπρεπε να γεμίζει το χρόνο της με δραστηριότητες, όποιες κι αν ήταν αυτές, αλλιώς η απομόνωση και η σιωπή θα την τρέλαιναν.
Έπειτα από τρία ακόμη σάλτα, έπεσε στο πάτωμα για κάμψεις.
Και αυτή η άσκηση της είχε πάρει μήνες να την τελειοποιήσει. Στις αρχές της φυλάκισής τους, εκείνη και ο σύζυγός της είχαν καλή φυσική κατάσταση· έπρεπε λόγω επαγγέλματος.
Πριν φυλακιστεί, μπορούσε να κάνει σαράντα κάμψεις. Σε τέσσερις μήνες, έγιναν εβδομήντα. Τότε, αποφάσισε να τις κάνει με το ένα χέρι. Όταν ξεκίνησε δεν μπορούσε ούτε μία να κάνει, αλλά σιγά σιγά στήριξε το βάρος της στο δεξί της χέρι. Τώρα, με το ένα χέρι στην πλάτη, μπορούσε να κάνει εικοσιένα κάμψεις σε λιγότερο από σαράντα πέντε δευτερόλεπτα.
Όταν τελείωσε, πήγε στο νεροχύτη να πλύνει το πρόσωπό της. Εκεί, βρισκόταν μια μικρή τουαλέτα κι ένας γυαλισμένος μεταλλικός καθρέφτης. Δεν είχε καλή αντανάκλαση το μέταλλο, αλλά την άφηνε να περιποιηθεί τα μαλλιά της.
Έφερε τα καστανοκόκκινα μαλλιά της πάνω από τον ώμο. Ήθελε να κουρέψει τις άκρες της κανονικά, αλλά δεν επιτρέπονταν κανενός είδους αιχμηρά αντικείμενα. Παρ’ όλ’ αυτά, είχε μάθει να τα κόβει τρίβοντάς τα στα σκουριασμένα κάγκελα του παραθύρου της.
Κρατούσε τα κομμένα μαλλιά κι έπλεκε τις μπούκλες σε μια τριχιά. Ίσως μια μέρα να την τύλιγε γύρω απ’ το λαιμό του Λερτς και να τον στραγγάλιζε.
Σκούπισε το πρόσωπό της χαμογελώντας με τη μοναδική πετσέτα που είχε, και την κρέμασε πάλι στο καρφί πάνω στον τοίχο.
Πήγε στο παράθυρο και σταύρωσε τα χέρια της, κοίταξε έξω τον φθινοπωρινό ουρανό που είχε έντονο μπλε περσικό χρώμα, και είδε μια σειρά από κυματιστά σωρειτά σύννεφα που τα έφερνε ο δυτικός άνεμος.
Δεν είχε τζάμι το παράθυρο· μόνο επτά σκουριασμένες ατσάλινες μπάρες. Το καλοκαίρι έμπαινε δροσερός αέρας, αλλά τον χειμώνα ακουγόταν το σφύριγμα του παγωμένου βορεινού αέρα στα κάγκελα.
Τους χειμερινούς μήνες, οι δεσμοφύλακες τής έδιναν δύο τραχιές μάλλινες κουβέρτες. Τη μια την κρεμούσε μπροστά απ’ το παράθυρό της για να κόβει τον αέρα και το χιόνι. Την άλλη την άπλωνε πάνω από το λεπτό κουβερλί από μουσελίνα που είχε το κρεβάτι της.
Γύρισε και πήγε στο κέντρο του κελιού της. Επιβράδυνε το ρυθμό της αναπνοής της, το πρόσωπό της στραμμένο προς τη βιδωτή πόρτα, και άρχισε να κάνει με αργές κινήσεις μια άσκηση τάι τσι που λέγεται «Πατώντας την Ουρά της Τίγρης».
Έπειτα από μισή ώρα έπεσε στο κρεβάτι της και κοίταξε το ταβάνι, όπου οι λεκέδες του νερού είχαν δημιουργήσει αλλεπάλληλες ρωγμές που σαν φίδια ελίσσονταν ανάμεσα στις θολές σκιές του τοίχου. Φαντάστηκε δέντρα και βουνά μέσα στους τυχαίους στροβίλους. Θαμπά σχήματα και φασματικές εικόνες μεταμορφώθηκαν στη φιγούρα ενός παιδιού με προβληματισμένο πρόσωπο.
Την πλημμύρισαν αναμνήσεις, συνθλίβοντάς τη με κύματα θλίψης και πόνου.
Γύρισε πλευρό, και κοιτώντας τον τοίχο έφερε τα γόνατά της στο στήθος της, και έκλαψε.
Κεφάλαιο Δύο
Χρονοδιάγραμμα: Σήμερον ημέρα, Φιλαδέλφεια, ΗΠΑ
Ο Ντόνοβαν χτύπησε την πόρτα και περίμενε κάποιον να έρθει να του ανοίξει. Έβαλε τον χαρτοφύλακα στο άλλο του χέρι, κι έριξε μια ματιά στο διπλανό σπίτι. Η μητέρα του θα το χαρακτήριζε ως μπανγκαλόου. Η βεράντα ήταν σχεδόν ολόιδια με αυτή που στεκόταν αυτός τώρα. Στην άλλη μεριά του δρόμου υπήρχε ένα παρόμοιο σπίτι, λίγο πιο διαφορετικό, όπου μια ηλικιωμένη κυρία πότιζε τα μπιγκόνια της. Ήταν αδύνατη με καλή στάση σώματος, και σκέπαζε τα μάτια της για να μπορεί να παρατηρεί τον Ντόνοβαν.