Η Τελευταία Θέση Στο Χίντενμπουργκ - Charley Brindley страница 4.

Шрифт
Фон

«Πρέπει να πάρετε τον κύριο Μάρτιν... έχετε αναπηρικό καροτσάκι»;

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.

«Θα πρέπει να αγοράσετε μια αναπηρική καρέκλα για τον κύριο Μάρτιν... έχετε αυτοκίνητο»;

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.

«Τότε θα πρέπει να τηλεφωνήσετε σε ταξί να έρθει να παραλάβει τον κ. Μάρτιν και να τον πάει στα γραφεία του Τμήματος Υποθέσεων για Βετεράνους, ώστε να δώσει το όνομά του, τον βαθμό –»

«Που είναι αυτό το καρότσι»;

Ο Ντόνοβαν κοίταξε προς την πόρτα. «Είναι εδώ η μητέρα σας»;

«Καμία μητέρα».

«Ο πατέρας σας»;

«Κι οι δύο χάθηκαν, όλοι παρά ένας, μόνο ο προπάππους και η Σάντια».

«Πού είναι η Σάντια»;

Ζάρωσε το φρύδι της. «Εδώ είμαι».

«Εσύ είσαι η Σάντια»;

Ένευσε καταφατικά. «Πριν δύο βδομάδες, ο προπάππους έκανε αυτό, εκείνο, φέρνει το φαγητό σπίτι, πληρώνει ρεύμα, νερό και προσέχει κι εμένα. Αλλά τώρα μόνο που προσπαθώ να προσέχω τον προπάππου και όλα τα άλλα χωρίς λεφτά».

Ο Ντόνοβαν ήταν σιωπηλός για λίγη ώρα. Πώς βρέθηκα σε αυτή την κατάσταση αυτή τη φορά;

«Γιατί με καλέσατε»;

«Σε βρήκα στο κίτρινο βιβλίο».

«Για να δω».

Έφυγε απ’ το δωμάτιο και γύρισε με τον τηλεφωνικό κατάλογο. Άνοιξε το βιβλίο σε μια σελίδα με τσαλακωμένη την άκρη της. «Εδώ τον αριθμό σου».

Κοίταξε τη διαφήμιση. ‘Δικηγόρος Υποθέσεων Αποζημιώσεων Αναπηρίας. Μίλτον Σ. Μαγκουάιρ. Βρίσκουμε τη θεραπεία στους δύσκολους διαπληκτισμούς της αναπηρίας σας. 555-2116.’

«Χμμ...» Πήρε το βιβλίο και το ξεφύλλισε. «Εδώ είναι η δική μου διαφήμιση· ‘Μετάφραση κώδικα Μπράιγ για τους τυφλούς. Ντόνοβαν Ο’ Φάλον. 555-2161’». Της το έδειξε. «Μετατοπίσατε τα τελευταία νούμερα και αντί να πάρετε τον δικηγόρο σας, πήρατε εμένα».

Η Σάντια κοίταξε τη διαφήμιση, αλλά εκείνος έβλεπε πως δυσκολευόταν να καταλάβει τί είχε συμβεί.

«Μεταφράζω εκτυπωμένα κείμενα σε κώδικα Μπράιγ, αλλά κάνω κι άλλα πράγματα».

Η Σάντια τον κοίταξε στα μάτια για αρκετή ώρα. «Άρα δε θα με βοηθήσεις»;

Το χρώμα των ματιών της ήταν κάτι ανάμεσα στο μπλε της λίμνης Άλπαϊν και του βαθυγάλανου ουρανού τα όμορφα καλοκαιρινά πρωινά.

«Συγνώμη», της απάντησε. «Δεν μπορώ εγώ να κάνω κάτι».

Στάθηκε ένα λεπτό, σαν να προσπαθούσε να καταλάβει κάτι. «Εντάξει τότε». Τον συνόδευσε στην πόρτα.

Όταν βγήκαν στη βεράντα, κοίταξε τα προβληματισμένα της μάτια για μια στιγμή. «Αντίο, Σάντια».

«Αντίο, Ντόνοβαν Ο’ Φάλον».

Έκανε ένα βήμα πίσω, κι άφησε την πόρτα να κλείσει αργά, φαινομενικά σαν από δική της βούληση, τελειώνοντας με μια απαλή έκλειψη της εικόνας της.

Εκείνος παρατήρησε την ξεφτισμένη μπογιά και τη νιφαδωτή σκουριά στο σημείο όπου την είδε τελευταία φορά. Μια αμυδρή αίσθηση απώλειας τον τραβούσε από κάποιο απομακρυσμένο σημείο του μυαλού του.

Μετά από μερικά λεπτά, άρχισε να περπατά.

Μια κυρία έφτιαχνε το παρτέρι της στο δίπλα σπίτι.

«Χαίρεται», της είπε όπως περνούσε τον παραμελημένο κήπο και κατευθυνόταν προς εκείνη.

Τον κοίταξε με κριτική ματιά καθώς και το σπίτι απ’ το οποίο μόλις είχε βγει. «Γεια σου».

«Γνωρίζετε τους ανθρώπους που ζουν σε αυτό το σπίτι»;

«Εννοείς την καθυστερημένη και τον παλιόγερο»;

«Δε νομίζω πως είναι καθυστερημένη».

«Μπα; Της έχεις μιλήσει»;

«Ναι».

«Και δε νομίζεις ότι έχει χάσει δυο-τρεις βίδες απ’ το κεφάλι»;

«Νομίζω πως έχει κάποιου είδους πρόβλημα ομιλίας».

«Έτσι το λένε τώρα; Ο γέρος ζει ακόμη»;

«Ναι, καλά είναι».

«Δεν τον έχει δει κανείς για μήνες. Νομίζαμε ότι πέθανε και η καθυστερημένη τον έχωσε στην κατάψυξη», Γέλασε σαν ύαινα.

Και κάποιος άλλος γέλασε· ένας γέρος που ξετρύπωσε πίσω από μια σειρά αζαλέες, σαν γκριζομάλλης φασουλής. Μάλλον ήταν ο σύζυγος της γυναίκας.

«Στην κατάψυξη»! Γκάριζε σαν ηλίθιος.

Σας χρειάζεται ένα χώσιμο σε ζωολογικό κήπο, και στους δυο σας.

Άλλαξε κατεύθυνση και πήγε στο αυτοκίνητό του. Έβαλε μπρος τη μηχανή της γυαλιστερής ασπροκόκκινης Μπιούικ του, κι έφερε τη ζώνη του οδηγού μπροστά, ασφαλίζοντάς τη στην υποδοχή της. Έλεγξε τον εσωτερικό καθρέφτη και είδε δυο μικρά κοριτσάκια να χοροπηδούν στην άκρη του πεζοδρομίου. Είχαν ζωγραφίσει με κιμωλία τετραγωνάκια πάνω στο τσιμέντο και χοροπηδούσαν από πάνω τους, χαχανίζοντας από τον ενθουσιασμό τους. Μπροστά του βρισκόταν ένας πελώριος, καταϊδρωμένος άνδρας χωρίς μπλούζα και υπερβολικά στενό σορτσάκι, να κουρεύει το γρασίδι στον κήπο του.

Ο Ντόνοβαν έριξε άλλη μια ματιά στο σπίτι της Σάντια, όπου τα αγριόχορτα μεγάλωναν δίχως έλεος και οι τριανταφυλλιές έγερναν προς το χώμα.

«Να πάρει», ψιθύρισε, και έσβησε τη μηχανή.

Κεφάλαιο Τρία

Χρονοδιάγραμμα: 1623 π.Χ., στα ανοιχτά του Νότιου Ειρηνικού Ωκεανού

Ο Ακέλα ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα στο αρμάτωμα ανάμεσα στα κύτη του διπλού κανό του, μήκους 16 μέτρων. Άφησε τα δάχτυλά του να γλιστρήσουν μέσα στο νερό καθώς αγνάντευε τον Νότιο Ειρηνικό.

Το μεταναστευτικό του κομβόι ολοκλήρωναν άλλα δύο διπλά κανό. Κυβερνήτης του δεύτερου κανό ήταν ο φίλος του Ακέλα, o Λολάνι, ενώ το τρίτο το διοικούσε ο Κάλεϊ. Οι τρεις άντρες είχαν επιλεγεί σκοπίμως από τους αρχηγούς του Μπαμπατάνα επειδή δεν είχαν συγγένεια εξ αίματος. Ούτε και οι γυναίκες τους.

Με το πέρασμα πολλών γενεών, οι Πολυνησιακοί συνειδητοποίησαν ότι οι νέες αποικίες εξασθενούσαν και πέθαιναν εάν οι ενήλικες είχαν στενές συγγενικές σχέσεις μεταξύ τους. Ήξεραν επίσης ότι ένα ζεύγος δεν μπορεί να παράξει βιώσιμο πληθυσμό. Ήταν ακόμη αβέβαιο εάν γινόταν με δύο ή τρία ζευγάρια, επομένως έστελναν τουλάχιστον σαράντα άτομα σε τέτοια ταξίδια, για να είναι εγγυημένη η επιτυχία της νέας αποικίας.

«Τεβίτα», είπε η Καρίκα στην πεντάχρονη κόρη της, «δώσε το μαγιάτικο στον μπαμπά σου».

Το μικρό κορίτσι γέλασε, πήρε στα χέρια της το φρεσκοκομμένο κομμάτι ψαριού, κι έτρεξε πάνω στην πλατφόρμα κατά μήκος του κανό, προς την πλώρη. Δε φοβόταν να πέσει στη θάλασσα. Και εάν τύχαινε να πέσει, θα κολυμπούσε μέχρι το σχοινί που κρεμόταν από το κανό για να πιαστεί και να ανέβει, ή, θα έψαχνε για κάποιον από τα άλλα κανό να την τραβήξει έξω απ’ το νερό.

«Μπαμπά», είπε η Τεβίτα, «έχω κάτι για σένα».

«Αα», μίλησε ο Ακέλα, «πώς ήξερες ότι ήμουν τόσο πεινασμένος»; Πήρε το ωμό φιλέτο ψαριού, το βούτηξε στη θάλασσα και το έσχισε στα δύο, ένα γι’ αυτόν κι ένα για την κόρη του.

Μασουλούσαν χωρίς να μιλούν καθώς παρατηρούσαν τα κύματα που έρχονταν.

Είχε εκλεγεί αρχηγός αυτής της αποστολής λόγω των δεξιοτήτων του στη ναυσιπλοΐα. Είχε αποδειχθεί ικανός ήδη σε προηγούμενα ταξίδια.

Οι τρεις πιρόγες ήταν φτιαγμένες από δέντρα ευκαλύπτου που φύτρωναν στο νησί καταγωγής τους, Τσόιζελ. Κάθε σκάφος είχε δύο τριγωνικά ιστία φτιαγμένα από πλεγμένα φύλλα παντάν.

Τα διπλά κύτη των κανό ενώνονταν μέσω δύο δοκών τεσσάρων μέτρων, οι οποίοι κάλυπταν το κατάστρωμα που ήταν φτιαγμένο από ξύλο τεκτόνα. Είχαν χωρητικότητα πενήντα τέσσερις ενήλικες και παιδιά, συν σκύλους, γουρούνια και κότες, μαζί με αρτόκαρπο, καρύδα, τάρο, ροδόμηλο, ζαχαροκάλαμο και φύλλα παντάν σε δοχεία.

Πέραν από τους ανθρώπους και τα ζώα, βρισκόταν σε κλουβί και ένα μεγάλο θαλασσοπούλι, μια φρεγάτα

1

Πάνω σε ένα απ’ τα κανό, κάθονταν πέντε γυναίκες οκλαδόν κάτω από μία αχυροσκεπή φύλλων φοίνικα. Ενώ καθάριζαν τα ψάρια που είχαν πιάσει, συζητούσαν για το ταξίδι και πώς θα ήταν η καινούργια ζωή τους στον νέο τόπο.

Το ωμό ψάρι προσέφερε, εκτός της θρέψης, και τα απαραίτητα υγρά που χρειάζονταν ο οργανισμός τους. Χρησιμοποιούσαν τα κεφάλια και τα εντόσθια για να πιάσουν άλλα ψάρια, και ίσως καμιά νόστιμη θαλάσσια χελώνα.

Τα αγκίστρια ήταν κατασκευασμένα από κόκαλο σκύλου, και η πετονιά ήταν υφασμένη από ίνα κοκοφοίνικα.

Τη διατροφή τους συμπλήρωναν με αποξηραμένο τάρο, καρύδα, αρτόκαρπο και κρέας.

«Καρίκα», μίλησε η Χίουα Λάνι καθώς έκοβε στη μέση έναν αρτόκαρπο με το πέτρινο μαχαίρι της, «αν υπάρχουν άλλοι άνθρωποι στο νησί, θα μας συμπαθήσουν»; Η ακονισμένη πλευρά του μαχαιριού της από βασάλτη ήταν αρκετά κοφτερή, ώστε έκοβε το φλοιό της καρύδας ή τα καπούλια ενός φρεσκοσκοτωμένου χοίρου.

Ваша оценка очень важна

0
Шрифт
Фон

Помогите Вашим друзьям узнать о библиотеке