«Με άλλα λόγια, δεν έχουμε έναν απλό σαδιστή, που έδεσε το κορίτσι, το βασάνισε και μετά το σκότωσε. Λες ότι αυτός ο άντρας πρώτα τη σκότωσε και, μετά, την έδεσε και τη διαμέλισε;»
«Ναι.»
«Μα αυτό δε βγάζει κανένα νόημα».
«Γι’ αυτό λέω ότι είναι ασυνήθιστο».
Στην υπόλοιπη διαδρομή ήταν σιωπηλοί, ο καθένας αναλογιζόμενος, με το δικό του τρόπο, τις ασυνήθιστες συνθήκες αυτής της υπόθεσης.
Όταν έφτασαν στο Τμήμα, ο Σίμπσον προχώρησε κατευθείαν προς το μικρό εργαστήριο, για να αναλύσει τα ευρήματά του. Ο Μάσκεν άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά προς το δικό του γραφείο, όταν η Κάρεν, η γραμματέας του, κατέβηκε να τον συναντήσει στα μισά της σκάλας. «Προσέξτε», ψιθύρισε. «Υπάρχει μία ολόκληρη ομάδα δημοσιογράφων εκεί πάνω, που περιμένει να σας αιφνιδιάσει».
Πόσο γρήγορα μαζεύονται τα όρνια, συλλογίστηκε ο Μάσκεν. Δεν ξέρω αν τους ειδοποίησε κανείς, ή αν απλά μυρίζονται το θάνατο και τον εντυπωσιασμό και έρχονται τρέχοντας προς αυτά. Πράγματι, δεν τους περίμενε τόσο νωρίς και δεν είχε προετοιμάσει τίποτα να πει. Το στομάχι του, τον έκανε να καταλαβαίνει πολύ έντονα ότι δεν είχε φάει τίποτα στερεό, εδώ και 14, περίπου, ώρες. Αναρωτιόταν αν θα μπορούσε να ξεγλιστρήσει προς τα πίσω, για ένα γρήγορο πρωινό, χωρίς να τον εντοπίσουν.
Δεν μπορούσε. Κάποιο άγνωστο πρόσωπο εμφανίστηκε στο κεφαλόσκαλο. «Ήρθε ο Σερίφης», είπε ο άνδρας. Ο Μάσκεν αναστέναξε και συνέχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά, πίσω από την Κάρολ. Ήξερε ότι δε θα ήταν καλή μέρα.
Ωστόσο, ακόμη κι εκείνος εξεπλάγη, όταν έφτασε στην κορυφή και έριξε μία ματιά τριγύρω. Περίμενε μία χούφτα δημοσιογράφους, για μία-δύο εφημερίδες της κομητείας. Αλλά, ήταν ένα δωμάτιο γεμάτο με ανθρώπους και ο μόνος που αναγνώριζε ήταν ο Ντέιβ Γκρέιλλι, από την Clarion του Σαν Μάρκος. Οι υπόλοιποι ήταν άγνωστοι. Και δεν υπήρχαν μόνο άνθρωποι, αλλά και μηχανήματα. Τηλεοράσεις, κάμερες, μικρόφωνα και άλλος δημοσιογραφικός εξοπλισμός, διάσπαρτος με προσοχή, με διακριτικά σήματα από τα τρία μεγάλα δίκτυα, καθώς και από τοπικούς σταθμούς, από τις περιοχές του Λος Άντζελες και του Σαν Φρανσίσκο. Τον είχε συνεπάρει η σκέψη ότι αυτή η υπόθεση είχε τραβήξει τόσο μεγαλύτερη δημοσιότητα, απ’ ό, τι περίμενε.
Τη στιγμή που εμφανίστηκε, ξεκίνησε ένα δυνατό μουρμουρητό, καθώς είκοσι διαφορετικοί άνθρωποι ξεκίνησαν να του κάνουν, ταυτόχρονα, είκοσι διαφορετικές ερωτήσεις. Ο Μάσκεν, ζαλισμένος, για μία στιγμή μπορούσε μόνο να στέκεται εκεί, μέσα στο μπαράζ των ερωτήσεων, αλλά τελικά επανήλθε. Πήγε στο σημείο, όπου είχαν στήσει τα μικρόφωνα και είπε: «Κύριοι, αν κάνετε όλοι υπομονή, σκοπεύω να δημοσιεύσω μία επίσημη δήλωση, σε λίγα λεπτά. Κάρεν, πάρε το μπλοκ στενογραφίας κι έλα στο γραφείο μου, εντάξει;»
Μπήκε στο γραφείο του κι έκλεισε την πόρτα, γέρνοντας πάνω της. Έκλεισε τα μάτια του, προσπαθώντας να ρυθμίσει την αναπνοή του και, ίσως, να ηρεμήσει τα νεύρα του. Τα γεγονότα συσσωρεύονταν το ένα μετά το άλλο, πολύ γρήγορα για να το χειριστεί με την άνεσή του. Ήταν, απλά, ο Σερίφης μίας μικρής κομητείας, συνηθισμένος σε ήρεμους ρυθμούς και σε εύκολες καταστάσεις. Ξαφνικά, ο κόσμος φαινόταν να έχει βγει εκτός ελέγχου, αναστατώνοντας τη μονότονη ρουτίνα, στην οποία είχε συνηθίσει. Και πάλι, του πέρασε η σκέψη ότι ίσως δεν έπρεπε να είναι αστυνομικός. Πρέπει να υπάρχουν χιλιάδες δουλειές στον κόσμο, που θα πληρώνονταν καλύτερα και θα είχαν μικρότερη φορολογία.
Ένας χτύπος ακούστηκε, στην πόρτα πίσω του. Έκανε στην άκρη, την άνοιξε και μπήκε μέσα η Κάρολ με το μπλοκάκι στο χέρι. Ο Μάσκεν συνειδητοποίησε, ξαφνικά, ότι δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το τι να πει. Κάθε λέξη θα ήταν εξαιρετικά σημαντική, γιατί μιλούσε όχι μόνο στο Ντέιβ Γκρέιλλι, από την Clarion, αλλά και στα ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά δίκτυα, δηλαδή, ενδεχομένως, σε κάθε άτομο στης Ηνωμένες Πολιτείες. Ξαφνικά, το στόμα του στέγνωσε, από το φόβο της δημόσιας ομιλίας.
Τελικά, αποφάσισε, να παραμείνει στα γεγονότα, όπως τα ήξερε. Άσε τις εφημερίδες να βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα. Έτσι θα έκαναν, ούτως ή άλλως. Βημάτιζε μέσα στο δωμάτιο, καθώς υπαγόρευε στη γραμματέα του, σταματώντας συχνά για να της ζητήσει να του διαβάσει τι είχε πει και να διορθώσει κάποια διατύπωση, που ακουγόταν περίεργη. Όταν τελείωσε, της είπε δύο φορές να του το διαβάσει, απλά, για σιγουρευτεί για την ακρίβειά όσων είπε. Μετά, την άφησε να πάει να το εκτυπώσει.
Ενόσω εκείνη έκανε την εκτύπωση, εκείνος κάθισε πίσω από το γραφείο του και προσπαθούσε να επιβληθεί στα χέρια του, για να μην τρέμουν. Η σκέψη ότι ήταν ακατάλληλος γι’ αυτή τη δουλειά, δεν άφηνε το μυαλό του. Υπήρξε καλός αστυνομικός πριν 30 χρόνια, αλλά τα πράγματα ήταν πολύ πιο απλά, τότε. Τον είχαν προσπεράσει τα χρόνια, για πάντα, αφήνοντάς τον στα απόνερα μόνο με μία πρόφαση; Ο μόνος λόγος που είχε πετύχει, σαν Σερίφης, ήταν γιατί δεν υπήρχε τίποτα δύσκολο, σε αυτή τη μικρή παραθαλάσσια κομητεία; Και τώρα που το παρόν, επιτέλους, τον πετύχαινε, θα μπορούσε να το αντιμετωπίσει, όπως έπρεπε;
Η Κάρολ μπήκε με ένα τυπωμένο αντίγραφο κι ένα καρμπόν, για να πάρει την έγκρισή του, προτού φτιάξει κι άλλα αντίγραφα. Ο Μάσκεν το διάβασε με υπερβολική προσοχή, κάνοντας πάρα πολύ χρόνο για να το διαβάσει ολόκληρο. Όταν δεν μπορούσε πια να αναβάλλει το αναπόφευκτο, έβαλε μονογραφή και της έδωσε πίσω το καρμπόν, για να φτιάξει αντίγραφα. Καθαρίζοντας το λαιμό του αρκετές φορές, βγήκε από το γραφείο του.
Τον χαιρέτησαν οι ήχοι από τα φλας των μηχανών, τα οποία τον τύφλωσαν προσωρινά, καθώς προσπαθούσε να φτάσει στα μικρόφωνα. Πήγε ψηλαφώντας, μέχρι που τα βρήκε. «Αυτή τη φορά, έχω μία επίσημη δήλωση», είπε. Κοίταξε τα χαρτιά στα χέρια του και, μετά βίας, μπορούσε να δει τις λέξεις, λόγω των μπλε κουκίδων που έκαναν τα μάτια του, από τα φλας. Διστακτικά, ξεκίνησε το λόγο του. Περιέγραψε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ανακαλύφθηκε το πτώμα και την ιδιαίτερα αποκρουστική κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Ανέφερε τη φράση, που ήταν γραμμένη στον τοίχο, αλλά δεν ανέφερε την υπόθεση του Σίμπσον, για τη σειρά που ακολούθησε ο δολοφόνος. Κατέληξε, λέγοντας: «Αντίγραφα αυτής της δήλωσης, θα είναι διαθέσιμα, για όποιον θέλει να πάρει ένα».
«Υπάρχει κάποιος ύποπτος;», του πέταξε ένας δημοσιογράφος.
«Ε... όχι, είναι πολύ νωρίς για να γνωρίζουμε. Ακόμη συλλέγουμε στοιχεία».
«Δεδομένου ότι το Τμήμα σας είναι μικρό, σκοπεύετε να ζητήσετε βοήθεια από την Πολιτεία ή το Κράτος, για την επίλυση αυτής της υπόθεσης;». Αυτή η ερώτηση ήρθε από άλλο μέρος του δωματίου.
Ξαφνικά, ο Μάσκεν ένιωσε την πίεση πάνω του. Οι κάμερες της τηλεόρασης τον κοιτούσαν με άγρυπνο μάτι. Είχε πολύ καλά υπόψη του ότι φορούσε μία βρώμικη, ασιδέρωτη στολή κι ότι δεν είχε ξυριστεί εκείνο το πρωί. Ήταν αυτή εικόνα για να τη δει όλη η χώρα; Ένας απεριποίητος χωριάτης, που δεν μπορεί να χειριστεί τη δική του Κομητεία, όταν συμβαίνει κάτι πραγματικά άσχημο; «Μέχρι στιγμής», είπε συνειδητά, «οι ενδείξεις λένε ότι η λύση αυτού του εγκλήματος είναι εντός των ικανοτήτων του Τμήματός μου. Όχι, δε σκοπεύω να ζητήσω εξωτερική βοήθεια, αυτή τη στιγμή».
«Πιστεύετε ότι είναι πιθανό ο φόνος να έχει πολιτικά κίνητρα;»
«Πραγματικά, δεν μπορώ να πω—»
«Λαμβάνοντας υπόψη τη σπουδαιότητα της υπόθεσης και το ασυνήθιστο της φύσης της, ποιος θα είναι επικεφαλής;»
Με την ερώτηση διατυπωμένη κατ’ αυτό τον τρόπο, μόνο μία απάντηση μπορούσε να δοθεί. «Καθιστώ τον εαυτό μου, προσωπικά υπεύθυνο για την έρευνα».
«Θα δώσετε γενικό σήμα για το δολοφόνο;»
«Όταν θα έχω ιδέα για τον τύπο του ανθρώπου που ψάχνουμε, θα το κάνω. Αν δεν τον έχουμε πιάσει ως τότε, φυσικά».
«Τι είδους άνθρωπος πιστεύετε ότι θα μπορούσε να κάνει ένα τόσο φρικτό έγκλημα;»
Εκείνη τη στιγμή, ο Μάσκεν είδε το Χάουαρντ Γουίλζι, τον Eισαγγελέα, να μπαίνει στο δωμάτιο, που βρισκόταν από πίσω και, για μία στιγμή το μυαλό του αποσπάστηκε από την ερώτηση.