«Πώς είπατε, Σερίφη;», ρώτησε ο Τζόου.
«Τίποτα», γρύλισε ο Μάσκεν. Τελείωσε τον καφέ του μονορούφι, κοπάνισε την κούπα στον πάγκο και βγήκε από το εστιατόριο.
Πίσω στο Τμήμα, η αναφορά περίμενε πάνω στο γραφείο του, όπως είχε ζητήσει. Δεν έλεγε πολλά πράγματα. Μία κλήση ήρθε στις 03:07 π.μ. αναφέροντας ένα φόνο. Η κλήση έγινε από τον κο. Γουέσλι Στόουναμ, ο οποίος καλούσε από την οικία του κου. Έιμπρααμ Γουάιτ. Ο Στόουναμ είπε ότι η γυναίκα του δολοφονήθηκε από ομάδα ή ομάδες αγνώστων, ενόσω έμενε μόνη της στην παραθαλάσσια καλύβα. Ο Στόουναμ έφθασε στον τόπο του εγκλήματος, περίπου στις 2:30 κι ανακάλυψε το πτώμα της, αλλά, επειδή η τηλεφωνική γραμμή ήταν κομμένη, έπρεπε να καλέσει από το γείτονά του. Εστάλη περιπολικό για έρευνα.
Ο κος Στόουναμ συνάντησε τον αστυνόμο, που θα έκανε την έρευνα, στην πόρτα της καλύβας. Μέσα, ο αστυνόμος βρήκε το πτώμα, που με δυσκολία αναγνωρίστηκε ότι ήταν η σύζυγος του Στόουναμ, με δεμένα χέρια και πόδια, το λαιμό της σκισμένο, τα μάτια της να έχουν αφαιρεθεί, και το στήθος και τα χέρια της κομμένα, με βία. Υπήρχε πιθανότητα για σεξουαλική κακοποίηση, καθώς η περιοχή του εφηβαίου ήταν σκισμένη. Οι αλλοιώσεις στο χρώμα του προσώπου της και τα σημάδια στο λαιμό της ήταν ενδείξεις στραγγαλισμού, αλλά δεν υπήρχαν άλλες ενδείξεις μάχης, μέσα στην καλύβα. Δίπλα στο πτώμα, ήταν πεσμένο ένα κουζινομάχαιρο, το οποίο, προφανώς, είχε χρησιμοποιηθεί στον τεμαχισμό – ήταν από το σετ μαχαιροπήρουνων, που κρεμόταν στον τοίχο. Το χαλί είχε λεκέδες από αίμα, ενδεχομένως του θύματος, κι ένα μήνυμα ήταν γραμμένο με αίμα στον τοίχο : «Θάνατος στα γουρούνια». Ένα σβησμένο, χρησιμοποιημένο τσιγάρο ήταν στο πάτωμα κι ένα χρησιμοποιημένο σπίρτο ήταν μέσα σε ένα από τα σταχτοδοχεία. Η κρεβατοκάμαρα φαινόταν να είναι άθικτη.
Ο Μάσκεν άφησε κάτω την αναφορά, έκλεισε τα μάτια του, έτριψε τα βλέφαρά του με το πίσω μέρος των δαχτύλων του. Δε θα μπορούσε να είναι απλά ένας φόνος με βιασμό, έτσι; Αυτή η περίπτωση είχε όλες τις προδιαγραφές μίας ψυχωτικής βεντέτας, το είδος που τραβούσε μεγάλη δημοσιότητα. Διάβασε πάλι την περιγραφή του πτώματος και ανατρίχιασε. Είχε δει πολλά αποτρόπαια θεάματα, στα 37 χρόνια που δούλευε στην αστυνομία, αλλά ποτέ κάτι που φαινόταν τόσο αποτρόπαιο όσο αυτό. Πίστευε ότι αυτή η υπόθεση δε θα του άρεσε καθόλου. Φοβόταν λίγο που έπρεπε να πάει εκεί και να δει το πτώμα. Αλλά ήξερε ότι έπρεπε. Σε μία υπόθεση σαν αυτή, με άπειρη δημοσιότητα – και το Στόουναμ από πάνω του – θα έπρεπε να χειριστεί ο ίδιος την έρευνα. Το Σαν Μάρκος δεν ήταν μεγάλο για να υποστηρίζει – ή να απαιτεί – μία ομάδα ανθρωποκτονίας, πλήρους απασχόλησης.
Πάτησε το κουμπί ενδοεπικοινωνίας: «Τομ;».
«Μάλιστα, κύριε;»
«Κάλεσε τον Άκερ στον ασύρματο». Πήρε μία βαθιά ανάσα και σηκώθηκε από την καρέκλα του. Χρειάστηκε να πνίξει ένα χασμουρητό, καθώς περνούσε από την πόρτα και κατέβαινε τις σκάλες προς τη γραμματεία.
«Τον έχω καλέσει, κύριε», είπε ο νεαρός βοηθός του Σερίφη, καθώς του έδινε τον ασύρματο.
«Ευχαριστώ». Πήρε τον ασύρματο και πάτησε το κουμπί επικοινωνίας. «Αναφέρατε».
«Άκερ, αναφερόμενος, κύριε. Είμαι ακόμη στην καλύβα των Στόουναμ. Ο κος Στόουναμ γύρισε στο σπίτι του στο Σαν Μάρκος, για να προσπαθήσει να κοιμηθεί λίγο. Έχω τη διεύθυνσή του —».
«Δε χρειάζεται, Χάρι. Την έχω κάπου στα αρχεία μου. Υπάρχουν άλλες εξελίξεις, από την ώρα που έκανες την πρώτη σου αναφορά;»
«Ήλεγξα την περιοχή, γύρω από την καλύβα, για ενδεχόμενα ίχνη, αλλά πιστεύω πως είμαστε άτυχοι, κύριε. Δεν έχει βρέξει, εδώ και μήνες, ξέρετε και το έδαφος εδώ είναι απίστευτα σκληρό και στεγνό. Μεγάλο κομμάτι αυτού είναι απλά βράχος καλυμμένος με ένα λεπτό στρώμα ψιλού χώματος και χαλικιού. Δεν μπόρεσα να βρω κάτι.»
«Και από αυτοκίνητα; Βρήκες ίχνη από ρόδες αυτοκινήτου;»
«Το αυτοκίνητο της κας Στόουναμ είναι παρκαρισμένο στο πλάι της καλύβας. Υπάρχουν δύο ίχνη από το αυτοκίνητο του Στόουναμ κι ένα από το δικό μου. Αλλά, ο δολοφόνος δεν πρέπει να ήρθε με αυτοκίνητο. Υπάρχουν κάποια μέρη σε απόσταση από εδώ που, εύκολα, καλύπτεται με τα πόδια».
«Δε νομίζεις, ότι θα πρέπει να ξέρουν πολύ καλά το δρόμο, για να μη χαθούν μέσα στο σκοτάδι;»
«Μάλλον ναι, κύριε».
«Χάρι, μεταξύ μας, πώς σου φαίνεται όλο αυτό;»
Η φωνή, στην άλλη μεριά, έκανε μία μικρή παύση. «Να σας πω την αλήθεια, κύριε, είναι το πιο εμετικό πράγμα που έχω δει ποτέ. Σχεδόν έκανα εμετό, μόλις είδα τι έχουν κάνει στο σώμα αυτής της καημένης της γυναίκας. Δεν μπορεί ο δολοφόνος να είχε λόγο που έκανε αυτό το πράγμα. Υποθέτω ότι έχουμε να κάνουμε με παράφρονα και μάλιστα επικίνδυνο».
«Εντάξει, Χάρι» τον καθησύχασε ο Μάσκεν. «Περίμενε εκεί. Θα πάρω τον Σίμπσον και θα έρθουμε εκεί, για να σε απαλλάξουμε. Όβερ.» Έκλεισε τον ασύρματο και έδωσε το μικρόφωνο πίσω στο Γουίτμορ.
Ο Σίμπσον ήταν ο βοηθός του Σερίφη με την καλύτερη εκπαίδευση στην επιστημονική πλευρά της εγκληματολογίας. Όποτε προέκυπτε μία, πέραν του κανονικού, πολύπλοκη υπόθεση, το Τμήμα στηριζόταν πάνω του, περισσότερο από κάθε άλλον. Κανονικά, ο Σίμπσον δε θα ερχόταν στην υπηρεσία πριν τις δέκα, αλλά ο Μάσκεν του έκανε μία έκτακτη κλήση, τον ενημέρωσε για το επείγον της κατάστασης και του είπε ότι θα πήγαινε να τον πάρει. Πήρε τα εργαλεία του αστυνομικού για να πάρει αποτυπώματα και μία φωτογραφική μηχανή, από το αυτοκίνητό του και, μετά, οδήγησε ως το σπίτι του Σίμπσον.
Ο βοηθός του Σερίφη περίμενε στη βεράντα τού, κατά κάποιο τρόπο, ανεμοδαρμένου του σπιτιού. Μαζί, εκείνος κι ο Σερίφης, ξεκίνησαν για την καλύβα των Στόουναμ. Πολύ λίγα ειπώθηκαν στη διαδρομή. Ο Σίμπσον ήταν ένας λεπτός, πολύ ήσυχος άνδρας ο οποίος, γενικά, κρατούσε μέσα του την οξυδέρκειά του, ενώ ο Σερίφης είχε τόσα πολλά να σκεφτεί για τις διάφορες πτυχές αυτού του εγκλήματος.
Όταν έφτασαν, ο Μάσκεν απήλλαξε τον Άκερ και του είπε να πάει σπίτι και να προσπαθήσει να κοιμηθεί λίγο. Ο Σίμπσον ξεκίνησε, αθόρυβα, τη δουλειά του, πρώτα φωτογραφίζοντας το δωμάτιο και το πτώμα, από όλες τις οπτικές γωνίες, μετά συλλέγοντας κομμάτια από διάφορα πράγματα, οτιδήποτε τριγυρνούσε, σε μικρά πλαστικά σακουλάκια και στο τέλος, ξεσκόνισε το δωμάτιο, για να βρει δακτυλικά αποτυπώματα. Ο Μάσκεν κάλεσε ασθενοφόρο και μετά κάθισε πίσω και παρακολουθούσε το βοηθό του να δουλεύει. Για κάποιο λόγο, ένιωσε πολύ αβοήθητος. Ο Σίμπσον ήταν ο πιο καλά εκπαιδευμένος γι’ αυτή τη δουλειά και δεν υπήρχαν πολλά, που θα μπορούσε να προσθέσει ο Σερίφης, στην επιδεξιότητά του. Ίσως, σκέφτηκε ο Μάσκεν, μετά από τόσο καιρό να καταλαβαίνω ότι, πράγματι, προορίζομαι να γίνω γραφειοκράτης και, σε καμία περίπτωση, αστυνομικός. Κι αναρωτήθηκε, πόσο θλιβερό σχόλιο θα ήταν αυτό για τη ζωή του.
Ο Σίμπσον τελείωσε τη δουλειά του, σχεδόν ταυτόχρονα με την άφιξη του ασθενοφόρου. Όταν πήραν το πτώμα της κας Στόουναμ στο νεκροτομείο, ο Μάσκεν κλείδωσε την καλύβα και, μαζί με το Σίμπσον, επέστρεψαν στην πόλη. Τώρα, ήταν σχεδόν 8:30 και το στομάχι του Μάσκεν άρχισε να του θυμίζει ότι το μόνο που είχε πάρει για πρωινό, ως εκείνη την ώρα, ήταν μία κούπα καφέ.
«Τι πιστεύεις για το φόνο», ρώτησε τον ψυχρό Σίμπσον.
«Είναι ασυνήθιστος».
«Ναι, αυτό είναι προφανές. Κανένας φυσιολογικός άνθρωπος...επιτρέψτε μου να διορθώσω...κανένας φυσιολογικός δολοφόνος δε θα κομμάτιαζε ένα πτώμα με αυτό τον τρόπο».
«Δεν εννοούσα αυτό. Ο φόνος έγινε αντίστροφα».
«Τι εννοείς;»
«Ο δολοφόνος, πρώτα, σκότωσε τη γυναίκα και μετά την έδεσε».
Ο Μάσκεν πήρε για μία στιγμή τα μάτια του από το δρόμο, για να κοιτάξει το βοηθό του. «Πώς το ξέρεις αυτό;»
«Η κυκλοφορία του αίματος δε σταμάτησε, όταν δέθηκαν τα χέρια και τα σκοινιά ήταν απίστευτα σφιχτά. Συνεπώς, η καρδιά σταμάτησε να αντλεί αίμα, προτού της δέσει τα χέρια. Επίσης, δολοφονήθηκε πριν τεμαχιστεί το σώμα της, αλλιώς θα είχε πεταχτεί πολύ περισσότερο αίμα».