Κεφάλαιο 1
Η διπλής κατεύθυνσης ευθεία Καλιφόρνια 1, εκτεινόταν κατά μήκος της ακτογραμμής. Στα δυτικά, μερικές φορές λίγα μόνο μέτρα από το δρόμο, βρισκόταν ο Ειρηνικός Ωκεανός, απλώνοντας απαλά τα κύματά του πάνω στην άμμο και την πέτρα της παραλίας του Σαν Μάρκος. Στα ανατολικά, ένας γυμνός λόφος, από λευκό βράχο, πεταγόταν προς τα πάνω σε ύψος πάνω από 60 μέτρα. Πάνω από αυτό το λόφο απλωνόταν μία οροσειρά. Δεν ήταν πολύ ψηλή, το ψηλότερο βουνό, μετά βίας, υψωνόταν 300 μέτρα πάνω από το επίπεδο της θάλασσας, αλλά ήταν αρκετό για τους κατοίκους της περιοχής. Τα βουνά καλύπτονταν από αραιά δάση, με κυπαρίσσια και μπλεγμένα χαμόδεντρα και μερικά ακόμη είδη βλάστησης, που τολμούσαν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους στα διάσπαρτα κενά διαστήματα.
Στην κορυφή του λόφου, υπήρχε μία ξύλινη καλύβα με θέα τον αυτοκινητόδρομο και τον ωκεανό. Βρισκόταν στο κέντρο μίας αποψιλωμένης περιοχής, ένα μικρό μόνο δείγμα ανθρώπινης παρουσίας, στη μέση της φύσης. Το αυτοκίνητο ήταν παρκαρισμένο δίπλα στην καλύβα, πάνω στο χαλίκι, που ήταν σκορπισμένο περιμετρικά του κτιρίου. Το χαλίκι εκτεινόταν στα 9 μέτρα, μετά έδινε χώρο σε ψιλό και ξερό χώμα, πάνω από το σκληρό βράχο, μέχρι που έφτανε στα δέντρα, 5 1/2 μέτρα πιο μακριά.
Υπήρχε ένας στενός χωματόδρομος που οδηγούσε από τον αυτοκινητόδρομο ως την καλύβα. Δεν ερχόταν απευθείας επάνω, αλλά περνούσε, με κυματοειδή σχηματισμό, μέσα από τα δέντρα, μέχρι που έφτανε στο άνοιγμα. Δύο προβολείς φαίνονταν να κάνουν ελιγμούς κατά μήκος αυτού του δρόμου, ενώ εξαφανίζονταν κι εμφανίζονταν ξανά, καθώς το αυτοκίνητο έπαιρνε τις διάφορες στροφές ή περνούσε πίσω από τις συστάδες των κυπαρισσιών.
Η Στέλλα Στόουναμ στεκόταν στο σκοτάδι, παρακολουθώντας τους προβολείς να πλησιάζουν. Τα όργανα μέσα της προσπαθούσαν γενναία να δεθούν σε κόμπο μεταξύ τους, καθώς τα φώτα έρχονταν όλο και πιο κοντά. Τράβηξε μία τελευταία μεγάλη ρουφηξιά από το τσιγάρο της και το πέταξε νευρικά στο έδαφος, κάτω από το πόδι της, στο χαλίκι. Αν υπήρχε ένας άνθρωπος που δεν ήθελε να δει τώρα ήταν ο σύζυγός της, αλλά φαινόταν ότι η απόφαση δεν ήταν δική της. Κατσούφιασε και κοίταξε ψηλά στον ουρανό. Η βραδιά ήταν σχεδόν ξάστερη, με μικρά μόνο σύννεφα να καλύπτουν τα αστέρια. Κοίταξε και πάλι κάτω, προς τους προβολείς. Εκείνος θα ήταν εκεί σε ένα λεπτό. Αναστενάζοντας, ξαναμπήκε στην καλύβα.
Συνήθως, το εσωτερικό της καλύβας της έφτιαχνε τη διάθεση, με τη ζεστασιά και τη φωτεινότητά του, αλλά, απόψε, είχε κάτι ειρωνικό, που τη βύθιζε ακόμη περισσότερο στην κατάθλιψη. Το δωμάτιο ήταν μεγάλο, αλλά δεν ήταν φορτωμένο, δίνοντας την ψευδαίσθηση του χώρου και της ελευθερίας, που ήθελε η Στέλλα. Υπήρχε ένας μακρύς καφέ καναπές, κατά μήκος ενός τοίχου, με ένα τραπεζάκι και μία λάμπα δίπλα του. Στην άλλη γωνία, πηγαίνοντας προς τη φορά των δεικτών του ρολογιού, υπήρχε ένας νεροχύτης κι ένας μικρός φούρνος, ένα ντουλάπι αποθήκευσης, κρεμόταν από τον τοίχο δίπλα τους, με λεπτομερή ξυλογλυπτική, διακοσμητικά σχέδια και μικρούς κόκκινους νάνους να το υποστηρίζουν. Επιπλέον, στον τοίχο υπήρχε ένα ράφι με ένα σετ μαχαιροπήρουνα, που ακόμη έλαμπαν από τη μικρή χρήση. Συνεχίζοντας το γύρο του δωματίου, υπήρχε μία μικρή λευκή τραπεζαρία, η οποία στεκόταν όμορφα στην τρίτη γωνία. Η πόρτα προς την πίσω κρεβατοκάμαρα και το μπάνιο ήταν μισάνοιχτη, με το φως από τον κεντρικό δωμάτιο, να διεισδύει ίσα-ίσα, στο σκοτάδι που υπήρχε πέρα από το κατώφλι αυτής της πόρτας. Τέλος, υπήρχε ένα σεκρετέρ με μία γραφομηχανή, ένα τηλέφωνο και μία πτυσσόμενη καρέκλα, δίπλα του, στην πλησιέστερη προς την πόρτα γωνία. Το κέντρο του δωματίου ήταν άδειο, εκτός από το ξεφτισμένο καφέ χαλί, που κάλυπτε το ξύλινο πάτωμα. Το μέρος δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο, ώστε να προσκολληθείς σε αυτό κι η Στέλλα το ήξερε, αλλά αν επρόκειτο να γίνει καυγάς – όπως φαινόταν ότι θα γίνει τώρα- θα ήταν καλύτερο να το χειριστεί στο δικό της χώρο.
Κάθισε στον καναπέ και ξανασηκώθηκε, αμέσως. Βημάτιζε κατά μήκος του δωματίου, αναρωτώμενη τι να κάνει με τα χέρια της, ενόσω θα μιλούσε ή θα άκουγε. Οι άντρες, τουλάχιστον, ήταν αρκετά τυχεροί ώστε να έχουν τσέπες. Απ’ έξω μπορούσε να ακούσει τον ήχο του αυτοκινήτου πάνω στο γρασίδι, καθώς έφτανε μέχρι ακριβώς έξω από την πόρτα της καλύβας, όπου και σταμάτησε. Η πόρτα του αυτοκινήτου άνοιξε κι έκλεισε με δύναμη. Ανδρικά βήματα ανέβηκαν βαριά τα τρία μπροστινά σκαλιά. Η πόρτα άνοιξε διάπλατα κι ο άντρας της μπήκε μέσα.
* * *
Αυτό θα ήταν το ενδέκατο ηλιακό σύστημα που θα εξερευνούσε, προσωπικά, ο ίδιος, το οποίο σήμαινε ότι, για τον Γκάρννα ιφφ-Aλμάνικ, το έργο της ανακάλυψης και μελέτης πλανητών είχε γίνει ρουτίνα, όσο ρουτίνα μπορούσε να γίνει μία τόσο ασυνήθιστη δουλειά. Οι Ζάρτικ εκπαιδεύονταν για χρόνια, προτού καν ενταχθούν στο Πρόγραμμα. Καταρχήν, υπήρχε η αυστηρή πνευματική εκπαίδευση, που θα επέτρεπε στο συνδυασμό μηχανημάτων και φαρμάκων, να προβάλλει τη σκέψη έξω από το σώμα, μακριά στα βάθη του διαστήματος. Αλλά, ένας Εξερευνητής έπρεπε να έχει λάβει πολύ μεγαλύτερη εκπαίδευση από αυτή. Θα έπρεπε να χαρτογραφήσει την πορεία του στο κενό, προσπαθώντας τόσο να εντοπίσει ένα νέο πλανήτη όσο και να βρει, στη συνέχεια, το δρόμο της επιστροφής. Αυτό απαιτούσε εκτεταμένη γνώση προσανατολισμού στο διάστημα. Έπρεπε, να μπορεί να κατηγοριοποιήσει, στη στιγμή, το γενικό τύπο του πλανήτη, τον οποίο ερευνούσε, κάτι το οποίο απαιτούσε εξαιρετική ενημέρωση και εξειδίκευση στην αναπτυσσόμενη επιστήμη της πλανητολογίας. Θα καλούνταν να κάνει αναφορά για τις μορφές ζωής πάνω στον πλανήτη, αν υπήρχαν, κάτι το οποίο απαιτούσε γνώσεις βιολογίας. Και, στην περίπτωση που ο πλανήτης φιλοξενούσε κάποιο είδος νοημόνων πλασμάτων, θα έπρεπε να είναι σε θέση να περιγράψει το είδος του πολιτισμού τους, σε επίπεδο πιο προχωρημένο από μία απλή αναφορά – κι αυτό έπρεπε να είναι κατά το δυνατόν περισσότερο απαλλαγμένο από προσωπικές προκαταλήψεις και προσωπικούς φόβους, καθώς οι κοινωνίες των άλλων πλανητών, έκαναν τα πράγματα με διαφορετικό τρόπο, κι αυτό μπορούσε να οδηγήσει ένα φυσιολογικό Ζάρτικ σε υστερικό ξέσπασμα.
Αλλά, περισσότερο έπρεπε να ξεπεράσει τον ενστικτώδη φόβο ενός Ζάρτικ προς τους Οφάσιι κι αυτό απαιτούσε την πιο σκληρή εκπαίδευση. Ο νους του αιωρούταν πάνω από αυτό το ηλιακό σύστημα, αναζητώντας δυνατότητες. Ήταν η πιο μακρινή Εξερεύνηση που είχε γίνει ως τότε, σε απόσταση πολλών παρσέκ από το Ζάρτι. Ο αστέρας ήταν μεσαίου μεγέθους, ένας κίτρινος νάνος – το είδος που συχνά θεωρούταν ότι έχει πλανητικά συστήματα. Αλλά, όσον αφορά το αν αυτό το σύστημα είχε πλανήτες...ο Γκάρννα έκανε μία νοερή γκριμάτσα. Αυτό ήταν το κομμάτι που μισούσε πιο πολύ.
Άρχισε να αιωρείται στον περιβάλλοντα χώρο του αστέρα. Οι νευρικές ίνες του εγκεφάλου του απλώνονταν σαν δίχτυ και γίνονταν όλο και πιο λεπτές, καθώς πίεζε τα κομμάτια του μυαλού του έξω προς τις τρεις διαστάσεις, στα πλαίσια της αποστολής του στους πλανήτες.
Εκεί! Άγγιξε έναν, σχεδόν αμέσως, και τον απέρριψε το ίδιο γρήγορα. Δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μία πέτρινη μπάλα χωρίς ατμόσφαιρα, η οποία δεν ανήκε καν στη ζώνη του πλανήτη, που μπορούσε να κατοικηθεί από πρωτοπλασματικά είδη ζωής. Παρόλο που ήταν αμυδρά κατανοητό ότι κάποιο είδος ζωής υπήρχε εκεί, δεν τον απασχολούσε. Συνέχιζε να απλώνει το δίχτυ του προς τα έξω.
Κι άλλος πλανήτης. Χαιρόταν που βρήκε και δεύτερο, γιατί τα τρία σημεία που είχε τώρα – Ήλιος και δύο πλανήτες- μπορούσαν να του καθορίσουν το εκλειπτικό επίπεδο αυτού του συστήματος. Εδώ και καιρό είχε ανακαλυφθεί ότι, γενικά, τα πλανητικά συστήματα σχηματίζονταν σε ένα επίπεδο, με μικρές μόνο αποκλίσεις από αυτό. Τώρα που ήξερε τον προσανατολισμό του, μπορούσε να σταματήσει την τρισδιάστατη εξάπλωσή του και να επικεντρωθεί στην εξερεύνηση όλης της περιοχής, εντός του εκλειπτικού επιπέδου.