Ο δεύτερος πλανήτης ήταν κι αυτός μία απογοήτευση. Βρισκόταν εντός της κατοικήσιμης ζώνης, αλλά αυτό ήταν το μόνο του θετικό στοιχείο. Η ατμόσφαιρα καλυπτόταν με σύννεφα και ήταν γεμάτη διοξείδιο του άνθρακα, ενώ η επιφάνεια ήταν τόσο απίστευτα καυτή, που ωκεανοί αλουμινίου και ποτάμια κασσίτερου είχαν ενοποιηθεί. Επίσης, δεν υπήρχε και κανένα είδος πρωτοπλασματικής ζωής. Ο Γκάρννα συνέχισε την Εξερεύνησή του.
Το επόμενο πράγμα που συνάντησε τον ξάφνιασε κάπως – ένας διπλός πλανήτης. Δύο μεγάλα αντικείμενα, σε μέγεθος πλανήτη, περικύκλωναν τον αστέρα σε κοινή τροχιά. Με μία πιο κοντινή εξερεύνηση, ένας από τους πλανήτες φαινόταν πολύ πιο συμπαγής από τον άλλον. Ο Γκάρννα, άρχισε να θεωρεί τον έναν ως τον κύριο πλανήτη και τον άλλον ως δορυφόρο.
Προσπάθησε να δώσει όσο μεγαλύτερη προσοχή μπορούσε στο σύστημα, ενόσω διατηρούσε ακόμη το δίχτυ που είχε απλώσει στο διάστημα. Ο δορυφόρος ήταν κι αυτός μία γκρι μπάλα χωρίς ατμόσφαιρα, μικρότερος ακόμη κι από τον πρώτο πλανήτη που βρήκε, και φαινόταν να μην έχει κανένα είδος ζωής, αλλά ο κύριος πλανήτης φαινόταν πολλά υποσχόμενος. Από το διάστημα φαινόταν να έχει μία ανοιχτή μπλε και άσπρη όψη. Το άσπρο ήταν τα σύννεφα και το μπλε, προφανώς, ήταν νερό σε υγρή μορφή. Μεγάλες ποσότητες νερού σε υγρή μορφή. Αυτό ήταν καλός οιωνός για την ύπαρξη πρωτοπλασματικής ζωής εκεί. Ήλεγξε την ατμόσφαιρα κι εξεπλάγη ακόμη πιο ευχάριστα. Υπήρχαν μεγάλες ποσότητες οξυγόνου, το οποίο ήταν ελεύθερα διαθέσιμο για αναπνοή. Σημείωσε νοερά να το ερευνήσει πιο προσεκτικά, σε περίπτωση που προέκυπτε κάτι ακόμη καλύτερο, και συνέχισε να επεκτείνεται προς τα έξω, στην αναζήτησή του για πλανήτες.
Ο επόμενος που ανακάλυψε ήταν μικρός και κόκκινος. Η λίγη ατμόσφαιρα που υπήρχε φαινόταν να αποτελείται, κυρίως, από διοξείδιο του άνθρακα και σχεδόν ανύπαρκτη ποσότητα ελεύθερου οξυγόνου. Η θερμοκρασία στην επιφάνειά του επέτρεπε την εμφάνιση πρωτοπλασματικής ζωής, αλλά φαινόταν να υπάρχει λίγο διαθέσιμο νερό, αν υπήρχε, το οποίο ήταν πολύ κακό σημάδι. Παρόλο που αυτό το μέρος είχε δυνατότητες, ο κύριος πλανήτης, από τους δύο που βρήκε πριν, είχε περισσότερες. Ο Γκάρννα συνέχισε να επεκτείνεται.
Το δίχτυ γινόταν πολύ λεπτό, καθώς ο Ζάρτικ τεντωνόταν όλο και πιο μακριά. Οι εικόνες γίνονταν θολές και το μυαλό του φαινόταν μετά βίας να συγκρατεί τη δική του ταυτότητα. Αντιμετώπισε μερικούς μικροσκοπικούς βράχους που αιωρούνταν στο διάστημα, αλλά αρνήθηκε να τους λάβει υπόψη. Ο επόμενος κόσμος ήταν ένας γίγαντας από αέρια. Ήταν δύσκολο να τα καταφέρει να βγει προς τα έξω, καθώς η διανοητική του λειτουργία είχε λεπτύνει τόσο πολύ, σ’ εκείνη τη φάση, αλλά δε χρειάστηκε. Η αναζήτηση πλανητών είχε τελειώσει γι’ αυτό το σύστημα, το ήξερε, γιατί είχε βγει εκτός κατοικήσιμης ζώνης, για μία ακόμη φορά. Βάσει της θεωρίας, ένας γίγαντας αερίων, σαν αυτόν, δεν μπορούσε να υπάρχει σε αυτή τη ζώνη. Μπορεί να υπήρχαν άλλοι πλανήτες πέρα από την τροχιά του, αλλά ούτε κι αυτοί θα είχαν σημασία. Οι Οφάσιι δε θα ενδιαφέρονταν γι’ αυτούς και γι’ αυτό δεν ενδιέφεραν ούτε τον Γκάρννα.
Έστρεψε και πάλι την προσοχή του στο σύστημα των διπλών πλανητών. Ένιωσε τεράστια ανακούφιση, καθώς περιπλανιόταν στα μακρινά μέρη του μυαλού του, τα οποία είχαν απλωθεί στο διάστημα. Πάντα ένιωθε ωραία, όταν η αρχική αξιολόγηση των πλανητών είχε τελειώσει. Ήταν το συναίσθημα που έρχεται όταν ενώνεις διάσπαρτα κομμάτια, για να σχηματίσουν και πάλι ένα συνεκτικό σύνολο. Ένα συναίσθημα παρεμφερές με το να φτιάχνεις μία Ορδή από άτομα, απλά σε μικρότερη, περισσότερο προσωπική κλίμακα.
Ήταν αρκετά άσχημο να είναι ένας μοναχικός Ζάρτικ, έξω στο διάστημα, αποκομμένος από όλη την Ορδή, αλλά και από την ασφάλεια της ιφφ-ομάδας του. Φυσικά, η δουλειά ήταν απαραίτητη για το καλό της Ορδής, αλλά η αναγκαιότητα δεν την έκανε πιο ευχάριστη. Κι όταν ένας Ζάρτικ έπρεπε να επεκτείνει κομμάτια του εαυτού του, μέχρι να μη μείνει τίποτα, αυτό ήταν σχεδόν ανυπόφορο. Αυτός ήταν κι ο λόγος που ο Γκάρννα μισούσε περισσότερο απ’ όλα αυτό το κομμάτι της αποστολής. Αλλά, τώρα, είχε τελειώσει και μπορούσε να επικεντρωθεί στην πραγματική δουλειά της Εξερεύνησης.
* * *
Ο Γουέσλι Στόουναμ ήταν μεγαλόσωμος άνδρας, πάνω από δύο μέτρα, με πλατιούς, μυώδεις ώμους και το πρόσωπο ενός μεσήλικα ήρωα. Είχε ακόμη όλα του τα μαλλιά, μία παχιά μαύρη χαίτη, κομμένα έτσι ώστε ακόμη κι όταν μπερδεύονταν, το έκαναν με στυλ. Το μέτωπο κάτω από τα μαλλιά του ήταν, σχετικά, στενό και το διακοσμούσαν τα μεγάλα, πυκνά του φρύδια. Τα μάτια του ήταν αποφασιστικά, με ένα γκρι ατσάλινο χρώμα, κι η μύτη του ήταν ίσια και προεξείχε. Στο χέρι του κρατούσε μία βαλίτσα μεσαίου μεγέθους.
«Έλαβα το σημείωμά σου,» ήταν το μόνο που είπε, καθώς έβγαζε ένα διπλωμένο χαρτί από την τσέπη του και το πέταγε στο έδαφος, στα πόδια της γυναίκας του.
Η Στέλλα αναστέναξε απαλά. Ήξερε τόσο καλά αυτόν τον τόνο και ήξερε ότι αυτό θα ήταν ένα μακρύ και πικρό βράδυ. «Προς τι η βαλίτσα;», ρώτησε.
«Εφόσον οδήγησα ως εδώ, σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να μείνω, απόψε». Η φωνή του ήταν στρωτή και απαλή, αλλά είχε έναν επιτακτικό τόνο, καθώς άφηνε τη βαλίτσα του στο πάτωμα.
«Δεν μπαίνεις καν στον κόπο να ζητήσεις την άδεια της οικοδέσποινας, προτού εγκατασταθείς;»
«Γιατί να το κάνω; Η καλύβα είναι δική μου, την έχτισα με τα λεφτά μου». Η έμφαση στο μου ήταν ανεπαίσθητη, αλλά αναμφισβήτητη.
Γύρισε, αποστρέφοντας το βλέμμα της από εκείνον. Αλλά, ακόμη και με την πλάτη της γυρισμένη σε εκείνον, ένιωθε το βλέμμα του να της τρυπά την ψυχή. «Γιατί δεν τελειώνεις τη φράση σου, Γουές; Η καλύβα μου, τα λεφτά μου, έτσι δεν πάει;»
«Είσαι γυναίκα μου, ξέρεις.»
«Όχι, πλέον». Ήδη ένιωθε τις άκρες των ματιών της να καίνε και προσπάθησε να ελέγξει τα συναισθήματά της. Δεν ωφελούσε να κλάψει τώρα. Ίσα-ίσα, θα μπορούσε να βλάψει και το σκοπό της. Εξάλλου, έμαθε μέσα από την οδυνηρή της εμπειρία, ότι ο Γουέσλι Στόουναμ δεν επηρεαζόταν από τα δάκρυα.
«Είσαι, μέχρι ο Νόμος να πει το αντίθετο». Διέσχισε το δωμάτιο βιαστικά κι έφτασε σ’ εκείνη με δύο μεγάλα βήματα, την άρπαξε και τη γύρισε προς το μέρος του. «Και θα με κοιτάζεις, όταν μου μιλάς».
Η Στέλλα προσπάθησε να ξεφύγει από το κράτημά του, αλλά τα δάχτυλά του μπήκαν ακόμη πιο σφιχτά μέσα στο δέρμα της, ένα από αυτά (επίτηδες το έκανε;) χτυπώντας ένα νεύρο, με τέτοιο τρόπο που ένα ρεύμα πόνου διαπέρασε τους ώμους της. Σταμάτησε να περιστρέφεται και, τελικά, εκείνος πήρε μακριά τα χέρια του.
«Κάπως καλύτερα» είπε. «Το λιγότερο που μπορεί να περιμένει ένας άντρας, είναι λίγη ευγένεια από την ίδια του τη γυναίκα».
«Συγγνώμη» είπε εκείνη, γλυκά. Υπήρχε ένα ελαφρύ σπάσιμο στη φωνή της, καθώς προσπαθούσε να της δώσει λίγη ευθυμία. «Θα έπρεπε να πάω να ψήσω ένα κέικ στον αντρούλη μου, για να τον καλωσορίσω».
«Κράτα το σαρκασμό, για όποιον γουστάρει αυτές τις αηδίες, Στέλλα», γρύλισε ο Στόουναμ. «Θέλω να μάθω, γιατί θέλεις διαζύγιο».
«Μα, μονάκριβέ μου, είναι...» ξεκίνησε με τον ίδιο σαρκαστικό τόνο. Ο Στόουναμ της έδωσε ένα δυνατό χαστούκι. «Σου είπα, κόφτο», είπε.
«Πιστεύω οι λόγοι μου είναι περισσότερο από προφανείς», είπε με πικρία η Στέλλα. Το μάγουλό της άρχισε να κοκκινίζει στο σημείο που τη χτύπησε. Ακούμπησε το χέρι της στο σημείο εκείνο, περισσότερο για να προστατευτεί, παρά γιατί πονούσε.
Τα ρουθούνια του Στόουναμ έπαιρναν φωτιά και το βλέμμα τους ήταν απίστευτα ψυχρό. Η Στέλλα έστρεψε αλλού το βλέμμα της, αλλά κράτησε με πείσμα τη θέση της. Οι λέξεις του άντρα της ήταν ψυχρές, καθώς ρωτούσε: «Έχεις δεσμό μ’ αυτό τον υπερήλικα χίπη;».
Της πήρε λίγη ώρα, για να καταλάβει ποιον εννοούσε. Περίπου 1,5 χιλιόμετρο από την καλύβα, στο Φαράγγι Τοτίδο, σε μία εγκαταλελειμμένη θερινή κατασκήνωση, είχε μετακομίσει μία ομάδα νεαρών κι είχαν σχηματίσει αυτό που αποκαλούσαν «Κοινόβιο του Τοτίδο». Λόγω του αντισυμβατικού τρόπου με τον οποίο συμπεριφέρονταν και ντύνονταν, οι κάτοικοι των γύρω περιοχών τους θεωρούσαν χίπηδες και τους κατέκριναν, αναλόγως. Αρχηγός τους ήταν ένας μεγαλύτερος σε ηλικία άνδρας, πάνω από 35 ετών, ο οποίος φαινόταν να κρατά την ομάδα στη σωστή πλευρά του νόμου.