«Μιλάς για τον Καρλ Πολάσκι;» ρώτησε η Στέλλα, με δυσπιστία.
«Σίγουρα δε μιλάω για τον Άγιο Βασίλη».
Παρά τη νευρικότητά της, η Στέλλα γέλασε. «Αυτό είναι ανήκουστο. Κι εξάλλου, δεν είναι χίπης. Είναι καθηγητής ψυχολογίας και κάνει έρευνα πάνω στο φαινόμενο της πρόωρης εγκατάλειψης της εκπαίδευσης».
«Μου λένε ότι συχνάζει πολύ σ’ αυτή την καλύβα, Στελ. Δε μου αρέσει αυτό».
«Δεν υπάρχει τίποτα ανήθικο σ’ αυτό. Μου κάνει κάποιες εξωτερικές δουλειές και μερικές μικροδουλειές. Τον ξεπληρώνω αφήνοντάς τον να χρησιμοποιεί την καλύβα για να γράφει. Γράφει με τη γραφομηχανή του εδώ, γιατί στο κοινόβιο δεν έχει την ιδιωτικότητα που χρειάζεται για να πει αυτό που, πραγματικά, σκέφτεται. Κάποιες φορές συζητήσαμε. Είναι πολύ ενδιαφέρων, Γουές. Αλλά, όχι, δεν έχω κανένα δεσμό μαζί του, ούτε πρόκειται».
«Τότε, τι σε προβληματίζει; Γιατί θέλεις διαζύγιο;». Πήγε και κάθισε στον καναπέ, χωρίς να πάρει στιγμή τα μάτια του από πάνω της.
Η Στέλλα βάδιζε πέρα-δώθε, μπροστά του. Δίπλωνε και ξεδίπλωνε τα χέρια της και τελικά τα άφησε να κρέμονται. «Θέλω να μπορώ να έχω αυτοσεβασμό», είπε, τελικά.
«Και τώρα τον έχεις. Μπορείς να προχωράς με το κεφάλι ψηλά, μπροστά σε οποιονδήποτε στη χώρα».
«Δεν εννοούσα αυτό. Θέλω, για μία φορά, να μπορώ να υπογράψω με το όνομά μου Στέλλα Στόουναμ αντί ως κα. Γουέσλι Στοόυναμ. Να κάνω ένα πάρτι για ανθρώπους που εγώ συμπαθώ, αντί για τα πολιτικά σου φιλαράκια. Γουές, θέλω να νιώθω ότι είμαι ισότιμο μέλος σ’ αυτό το γάμο, όχι ακόμη ένα καλαίσθητο αντικείμενο για το σπίτι σου».
«Δε σε καταλαβαίνω. Σου έδωσα όλα όσα μπορούσε να θελήσει μία γυναίκα —”
«Εκτός από προσωπικότητα. Για σένα, δεν είμαι άνθρωπος, αλλά, απλά, μία σύζυγος. Διακοσμώ το χέρι σου σε ακριβά δείπνα και κάνω χαριτωμένους ήχους στις συζύγους των επίδοξων πολιτικών. Κάνω έναν εταιρικό δικηγόρο τόσο κοινωνικά σεβαστό, ώστε να σκέφτεται να κατέβει στην πολιτική. Και, όταν δε με χρησιμοποιείς, με ξεχνάς, με στέλνεις μακριά, στην καλύβα κοντά στη θάλασσα ή με αφήνεις να γυρίζω μόνη μου στα δεκαπέντε δωμάτια της έπαυλης και σιγά-σιγά να σαπίζω. Δε μπορώ να ζήσω έτσι, Γουές. Θέλω να φύγω από αυτή την κατάσταση».
«Τι θα έλεγες για ένα δοκιμαστικό χωρισμό, ίσως για ένα μήνα, περίπου—»
«Είπα θέλω να φύγω, να Φ-Υ-Γ-Ω. Το να είμαστε σε διάσταση δε θα ωφελούσε. Το φταίξιμο, αγαπητέ μου σύζυγε, δεν είναι στα άστρα μας, αλλά σε εμάς τους ίδιους. Σε ξέρω πολύ καλά και ξέρω ότι δε θα γίνεις ποτέ κάτι αποδεκτό για εμένα. Κι εγώ δε θα είμαι ποτέ ικανοποιημένη με το να είμαι ένα διακοσμητικό. Οπότε, το να είμαστε σε διάσταση δε θα μας ωφελήσει σε τίποτα. Θέλω διαζύγιο».
Ο Στόουναμ σταύρωσε τα πόδια του. «Έχεις μιλήσει με κανέναν γι’ αυτό;»
«Όχι». Κούνησε το κεφάλι της. «Όχι, σκόπευα, αύριο, να δω το Λάρι, αλλά ένιωσα ότι πρέπει να το πω πρώτα σε σένα».
«Ωραία», είπε ο Στόουναμ με έναν ψίθυρο που, μετά βίας, που ακουγόταν.
«Τι πάει να πει αυτό;», ρώτησε κοφτά η Στέλλα. Τα χέρια της κινούνταν νευρικά, πράγμα που σήμαινε ότι ήταν η ώρα να ψαχουλέψει την τσάντα της, που ήταν πάνω στο σεκρετέρ, για να βρει τα τσιγάρα της. Εκείνη τη στιγμή, ήθελε απεγνωσμένα ένα τσιγάρο.
Αλλά, δεν είχε καταλάβει ότι είχε ξεμείνει από σπίρτα, μέχρι που έβαλε ένα τσιγάρο, ανάμεσα στα χείλη της. «Έχεις φωτιά;»
«Φυσικά». Ο Στόουναμ ψάρεψε μέσα από την τσέπη του παλτού του ένα πακέτο σπίρτα. «Κράτησέ το», είπε και τα πέταξε στη γυναίκα του.
Η Στέλλα το έπιασε και το εξέτασε με ενδιαφέρον. Το εξωτερικό του ήταν λείο ασήμι, με κόκκινα και μπλε αστέρια στο περιθώριο. Στο κέντρο, λέξεις που ανακήρυσσαν:
ΓΟΥΕΣΛΙ ΣΤΟΟΥΝΑΜ
ΕΠΟΠΤΗΣ
ΚΟΜΗΤΕΙΑ ΣΑΝ ΜΑΡΚΟΣ
Μέσα, τα χρώματα των σπίρτων εναλλάσσονταν σε κόκκινο, λευκό και μπλε.
Κοίταξε αινιγματικά το σύζυγό της, που της χαμογελούσε πλατιά. «Σου αρέσει;» ρώτησε «Μόλις το πήρα από το τυπογραφείο, σήμερα το απόγευμα».
«Δεν είναι λίγο βιαστικό;» ρώτησε σαρκαστικά.
«Μόνο κατά δύο ημέρες. Ο γέρο-Κότμαν παραιτείται από το Συμβούλιο στο τέλος της εβδομάδας, λόγω των προβλημάτων που έχει με την υγεία του, και θα του επιτρέψουν να κατονομάσει τον αντικαταστάτη του. Φυσικά, δε θα είναι επίσημο, μέχρι ο Κυβερνήτης να διορίσει αυτό το άτομο, αλλά έμαθα, από έγκυρες πηγές, ότι το όνομα που συζητείται είναι το δικό μου. Αν ο Κότμαν θέλει να τον αντικαταστήσω, ο Κυβερνήτης θα τον ακούσει. Ο Κότμαν είναι 73 και πολύς κόσμος του χρωστά χάρες.
Μία ιδέα ήρθε αστραπιαία στο μυαλό της Στέλλα. «Ώστε, γι’ αυτό δε θέλεις το διαζύγιο, σωστά;»
«Στελ, ξέρεις όσο κι εγώ πόσο πουριτανός είναι ο Κότμαν», είπε ο Στόουναμ». «Ο γέρος εξακολουθεί να είναι αντίθετος προς κάθε είδος αμαρτίας και το διαζύγιο το θεωρεί αμαρτία. Ένας Θεός ξέρει γιατί, αλλά το θεωρεί αμαρτία». Σηκώθηκε από τον καναπέ και πήγε, πάλι, στη γυναίκα του, κρατώντας την από τους ώμους, τρυφερά αυτή τη φορά.«Γι’ αυτό σου ζητώ να περιμένεις. Θα είναι μόνο για μία-δύο εβδομάδες —»
Η Στέλλα απομακρύνθηκε, με ένα πονηρό και θριαμβευτικό χαμόγελο στο πρόσωπό της. «Αυτό είναι, λοιπόν. Τώρα ξέρουμε γιατί ο μεγάλος, δυνατός Γουέσλι Στόουναμ, ήρθε έρποντας. Δε θα μου αφήσεις ίχνος αυτοσεβασμού, έτσι; Δε θα με αφήσεις καν να πιστέψω ότι ήρθες, επειδή θεώρησες ότι υπάρχει κάτι στο γάμο μας, που αξίζει να το σώσουμε. Όχι, το λες ευθέως. Θέλεις χάρη».
Άναψε έξαλλη ένα σπίρτο κι άρχισε να καπνίζει το τσιγάρο σαν φουγάρο τραίνου, που ανεβαίνει το λόφο. Πέταξε το χρησιμοποιημένο σπίρτο στο σταχτοδοχείο, και το πακέτο των σπίρτων κάτω, δίπλα του. «Σιχάθηκα την πολιτική σου, Γουέσλι. Κουράστηκα να κάνω πράγματα, για να φαίνεσαι καλύτερος ή για να φανεί ότι νοιάζεσαι περισσότερο για τους πολίτες του Σαν Μάρκος. Ο μόνος άνθρωπος που σκέφτηκες ποτέ, είναι ο εαυτός σου. Υποθέτω ότι θα μου έδινες ακόμη και συναινετικό διαζύγιο, αν περίμενα, σωστά;»
«Αν αυτό θέλεις».
«Φυσικά. Ο Μέγας Συμβιβαστής. Κάνεις μία συμφωνία, εφόσον πάρεις αυτό που θέλεις. Λοιπόν, σου έχω μία έκπληξη, κύριε Επόπτη. Δεν κάνω συμφωνίες. Δε δίνω δεκάρα για το αν θα μπεις ή αν δε θα μπεις στην πολιτική. Αύριο, σκοπεύω να πάω στο γραφείο του δικηγόρου μας και να αρχίσουν να ρέουν τα χαρτιά του διαζυγίου».
«Στέλλα—»
«Ίσως να κάνω και μία κουβεντούλα με τον Τύπο, για το γάλα της ανθρώπινης καλοσύνης, που ρέει στις φλέβες σου, αγαπητέ μου σύζυγε».
«Στέλλα, σε προειδοποιώ—»
«Θα ήταν φοβερή τραγωδία, έτσι, Γουές, αν έπρεπε να εκλεγείς...»
«Σταμάτα, Στέλλα!»
«...από τους εκλογείς, για να μπεις στην πολιτική, αντί να σου ανατεθεί η θέση σου από τα καλά και άψογα φιλαράκια σου».
«Στέλλα!»
Τα χέρια του ήταν πάνω στο λαιμό της, καθώς ούρλιαζε το όνομά της. Ήθελε να σταματήσει, μα εκείνη δεν το έκανε. Τα χείλη της συνέχιζαν να κινούνται και οι λέξεις χάνονταν σε μία βουβή ομίχλη, που τύλιγε την καλύβα. Οι κανονικοί χρωματισμοί εξαφανίζονταν, καθώς το δωμάτιο έπαιρνε την απόχρωση του κόκκινου του αίματος. Την ταρακούνησε και έκλεισε τα τεράστια χέρια του, σφιχτά, γύρω από το λαιμό της.
Το τσιγάρο έπεσε από τα έκπληκτα, από την απρόσμενη επίθεση, χέρια της, σκορπίζοντας λίγη από τη στάχτη στο πάτωμα. Η Στέλλα σήκωσε τα χέρια της πιέζοντάς τα στο στήθος του άντρα της, προσπαθώντας να τον σπρώξει μακριά. Για μία στιγμή τα κατάφερε, αλλά εκείνος συνέχισε να πλησιάζει, παλεύοντας με τα χέρια της που κινούνταν, για να την αρπάξει με όλη τη δύναμη που είχε.
Τα δάχτυλά του είχαν μουδιάσει, καθώς έκλειναν γύρω από το λαιμό της. Δεν ένιωθε την απαλή ζεστασιά του δέρματός της να υποχωρεί από την πίεσή του, τον παλμό από τις αρτηρίες του λαιμού της ή το ενστικτώδες σφίξιμο των τενόντων της. Το μόνο που ένιωθε ήταν τους δικούς του μύες να σφίγγουν, να σφίγγουν, να σφίγγουν.
Η αντίστασή της υποχώρησε, σταδιακά. Το χρώμα του προσώπου της ήταν αλλόκοτο, ακόμη και μέσα από την κόκκινη ομίχλη, που θόλωνε την όρασή του. Τα γουρλωμένα μάτια της φαίνονταν έτοιμα να βγουν από τις κόγχες, ορθάνοιχτα, κοιτώντας τον επίμονα, επίμονα...