Επίσης, έμαθε ότι μερικοί πολιτισμοί στον πλανήτη αυτόν ήταν πλουσιότεροι από άλλους. Ο πλουσιότερος εντοπιζόταν στην πλευρά του πλανήτη που είχε νύχτα. Στο συγκεκριμένο πολιτισμό, πολλά από τα πράγματα που γίνονταν χειρονακτικά, εδώ γίνονταν από μηχανές κι υποτίθεται ότι έπρεπε να υπάρχει αρκετό φαγητό για όλους. Η σκέψη ότι ένα μέρος της Ορδής μπορούσε να υπερτρέφεται, ενώ άλλο μέρος πεινούσε, φαινόταν άκαρδο για το μέλος της φυλής Ζάρτικ. Θύμισε στον εαυτό του να καταπνίξει τα συναισθήματά του. Βρισκόταν εδώ για να παρατηρήσει και το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να επικεντρωθεί σ’ αυτό.
Αποφάσισε να ερευνήσει τον πάμπλουτο πολιτισμό. Για την αξιολόγηση αυτών των πλασμάτων ως επικείμενη απειλή για την Ορδή, οι ανώτεροί του θα ενδιαφέρονταν μόνο για τις μεγαλύτερες ικανότητές τους. Δε θα είχε καμία σημασία το τι έκαναν οι φτωχότεροι πολιτισμοί, αν οι πλουσιότεροι κατείχαν κάποια μέθοδο φυσικού μέσου για διαστρικά ταξίδια, σε συνδυασμό με μία πολεμοχαρή φύση.
Με την ταχύτητα της σκέψης, ο Γκάρννα διέσχισε, ταχύτατα, μία τεράστια έκταση ωκεανού κι έφτασε στο σκοτεινό ημισφαίριο. Αμέσως, βρήκε μεγάλες παράκτιες πόλεις, που τον σημάδευαν με τα φώτα τους. Αυτά τα πλάσματα θα ήταν ημερόβια, αλλά σίγουρα δεν άφηναν το σκοτάδι να επηρεάζει τις ζωές τους, σε κανένα βαθμό. Υπήρχαν μέρη των πόλεων που ήταν τόσο φωτισμένα όσο ήταν και την ημέρα. Υπήρχε ένα μέρος, σε μία από τις πόλεις, όπου πλήθη αυτών των πλασμάτων, συγκεντρώνονταν σε θέσεις, για να δουν τη δράση που λάμβανε χώρα μεταξύ μικρότερου αριθμού αυτών των πλασμάτων, κάτω, σε ένα ειδικά διαμορφωμένο υπαίθριο χώρο. Το πρότυπο ήταν παρόμοιο με αυτά που είχε δει σε πολυάριθμους άλλους κόσμους, ειδικά σε εκείνους στους οποίους κυριαρχούσαν τα παμφάγα και τα σαρκοφάγα. Αντί να μοιράζουν εξίσου ό, τι υπήρχε, για το καλό της Ορδής, όπως θα συνέβαινε στο Ζάρτι, αυτά τα πλάσματα έμοιαζαν εξαναγκασμένα να ανταγωνίζονται, με τους νικητές να τα παίρνουν όλα και τους χαμένους να μην παίρνουν τίποτα. Όσο κι αν προσπαθούσε, ο Γκάρννα, δεν μπορούσε να κατανοήσει, πλήρως, τι σήμαινε όλος αυτός ο ανταγωνισμός γι’ αυτά τα πλάσματα.
Συνέχισε. Παρατήρησε τα κτίρια των ιθαγενών και τα βρήκε, ποικιλοτρόπως, ανώτερα σαν κατασκευές, σε σχέση με εκείνα στο Ζάρτι. Οι μηχανές για τη μεταφορά ήταν, επίσης, εξελιγμένες με το να είναι ταυτόχρονα αποτελεσματικές και ικανές να ταξιδεύουν με μεγάλη ταχύτητα. Αλλά, επίσης, παρατήρησε ότι έκαιγαν χημικά καύσιμα, προκειμένου να προωθηθούν. Προς στιγμήν, αυτό, έβγαλε αυτά τα όντα από τη λίστα των απειλών. Προφανώς, δε θα χρησιμοποιούσαν χημικά καύσιμα, αν είχαν ανακαλύψει κάποια αποτελεσματικό τρόπο αξιοποίησης της πυρηνικής ενέργειας και καμία φυλή δεν είχε ελπίδες να δημιουργήσει λειτουργική διαστρική πλοήγηση, αξιοποιώντας μόνο χημικά καύσιμα. Αυτά τα πλάσματα μπορεί να ήξεραν την ύπαρξη της πυρηνικής ενέργειας – κρίνοντας από την επαρκή τεχνολογία τους, ο Γκάρννα θα εκπλησσόταν αν δεν την ήξεραν- αλλά ήταν πολύ μεγάλο το άλμα από αυτό το σημείο στη διαστρική πλοήγηση. Οι Ζαρτίκου δε θα ανησυχούσαν ότι αυτή η φυλή θα αποτελέσει απειλή στο κοντινό μέλλον. Ακόμη κι οι Ζαρτίκου δεν είχαν τελειοποιήσει τη διαστρική πλοήγηση – αλλά, φυσικά, υπήρχαν συνθήκες που το δικαιολογούσαν.
Πέρασε τον περισσότερο χρόνο του, συγκεντρώνοντας υλικό, το οποίο θεωρούσε ότι θα χρειαζόταν για την αναφορά του. Όπως πάντα, υπήρχε υπερπληθώρα δεδομένων κι έπρεπε να αφαιρέσει προσεκτικά, κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες, προκειμένου να κάνει χώρο για τάσεις, που θα τον βοηθούσαν να φτιάξει στο δικό του μυαλό μία συνεκτική εικόνα αυτού του πολιτισμού. Και πάλι, το σύνολο προηγούταν των μερών του.
Τελείωσε την έρευνά του και συνειδητοποίησε ότι είχε ακόμη λίγο χρόνο να ξοδέψει, προτού του ζητηθεί να επιστρέψει στο σώμα του. Και θα τον χρησιμοποιούσε. Είχε ένα μικρό, ακίνδυνο χόμπι. Και στο Ζάρτι είχε παραθαλάσσιες ακτές κι ο Γκάρννα είχε γεννηθεί σε μία από αυτές. Είχε περάσει την παιδική του ηλικία δίπλα στη θάλασσα και ποτέ δεν κουράστηκε να βλέπει τα κύματα να έρχονται και να σκάνε πάνω στην ακτή. Έτσι, όποτε έβρισκε λίγο ελεύθερο χρόνο σε έναν άλλο κόσμο, προσπαθούσε να γυρίσει με τη φαντασία του στα παιδικά χρόνια, στην άκρη του ωκεανού. Τον βοηθούσε να κάνει το ξένο να μοιάζει οικείο και δεν έβλαπτε κανέναν. Οπότε, γλίστρησε απαλά στην ακτή του τεράστιου ωκεανού αυτού του παράξενου κόσμου, βλέποντας και ακούγοντας το μαύρο, σχεδόν αόρατο νερό να σκάει πάνω στις σκοτεινές αμμουδιές αυτού του πλανήτη, χιλιάδες παρσέκ από τον πλανήτη στον οποίο γεννήθηκε.
Κάτι του τράβηξε την προσοχή. Πάνω στην κορυφή των λόφων που είχαν θέα αυτό το σημείο της παραλίας, έλαμπε ένα φως. Αυτό πρέπει να ήταν ένα παράδειγμα των μοναχικών ατόμων της κοινωνίας, που είχε εγκατασταθεί εδώ, μακριά από την πλησιέστερη συνάθροιση των άλλων της φυλής του. Ο Γκάρννα αιωρήθηκε προς τα πάνω.
Το φως ερχόταν από ένα μικρό κτίριο, πρόχειρα φτιαγμένο, σε σχέση με τα άλλα κτίρια της πόλης, αλλά αναμφισβήτητα άνετο για μείνει ένα πλάσμα μόνο του. Υπήρχαν δύο οχήματα παρκαρισμένα έξω, άδεια και τα δύο. Εφόσον τα οχήματα δεν ήταν αυτόματα, αυτό σήμαινε ότι μέσα υπήρχαν, τουλάχιστον δύο άτομα από αυτό τον πλανήτη.
Ως απλό πνεύμα, ο Γκάρννα πέρασε μέσα από τους τοίχους, σαν αυτοί να μην υπήρχαν. Μέσα, υπήρχαν δύο πλάσματα, που μιλούσαν μεταξύ τους. Το στιγμιότυπο δε φαινόταν πολύ ενδιαφέρον. Ο Γκάρννα κράτησε μία σύντομη σημείωση για τα έπιπλα του δωματίου κι ήταν έτοιμος να φύγει, όταν, ξαφνικά, το ένα από τα πλάσματα επιτέθηκε στο άλλο. Άρπαξε το λαιμό του συντρόφου του κι άρχισε να το στραγγαλίζει. Χωρίς καν να επεκτείνει τον εαυτό του, ο Γκάρννα μπορούσε να νιώσει την οργή, που εξέπεμπε το επιτιθέμενο άτομο. Πάγωσε. Κανονικά το ένστικτο του είδους του, θα τον έκανε να το σκάσει με τη μέγιστη ταχύτητα – στην προκειμένη περίπτωση, με την ταχύτητα της σκέψης. Αλλά, ο Γκάρννα είχε δεχθεί μακρά εκπαίδευση, προκειμένου να επιβάλλεται στα ένστικτά του. Είχε εκπαιδευτεί να είναι στην αρχή, στο τέλος και πάντα, ένας παρατηρητής. Παρατηρούσε.
* * *
Η πραγματικότητα επέστρεψε με αργό ρυθμό στο Στόουναμ. Ξεκίνησε χωρίς ήχο, ένα γρήγορο τακ-τακ, τακ-τακ, τακ-τακ, που αναγνώρισε καθυστερημένα ότι ήταν η καρδιά του. Ποτέ δεν την είχε ξανακούσει τόσο δυνατά. Φαινόταν να πνίγει το σύμπαν, μέσα στον ήχο της. Ο Στόουναμ κάλυψε τα αυτιά του με τα χέρια του, για να απομονώσει τον ήχο, αλλά αυτό έκανε την κατάσταση χειρότερη. Ξεκίνησε κι ένα κουδούνισμα – ένας οξύς ήχος που χτυπούσε σαν ένα ξυπνητήρι-σοπράνο, μέσα στον εγκέφαλό του.
Μετά ήρθε η οσμή. Υπήρχε μία αλλόκοτη μυρωδιά στον αέρα, μία άρρωστη μυρωδιά τουαλέτας. Λεκέδες απλώνονταν στο μπροστά και πίσω μέρος του φορέματος της Στέλλα.
Γεύση. Υπήρχε αίμα μέσα στο στόμα του, αλμυρό και χλιαρό κι ο Στόουναμ συνειδητοποίησε ότι είχε σκίσει τα χείλη του από το δάγκωμα.
Αφή. Τα ακροδάχτυλά του μυρμήγκιαζαν, υπήρχε ένα τρέμουλο στους καρπούς του, οι δικέφαλοί του χαλάρωσαν, μετά από το υπεράνθρωπο τέντωμα που υπέστησαν.
Όραση. Το χρώμα επανήλθε σε εκείνο του κανονικού κόσμου κι η ταχύτητα επανήλθε στα συνήθη επίπεδα. Αλλά, δεν έβλεπε κάτι να κινείται. Έβλεπε μόνο το σώμα της γυναίκας του, που κείτονταν άψυχο στη μέση του πατώματος.
Ο Στόουναμ στεκόταν εκεί, ούτε ήξερε για πόση ώρα. Τα μάτια του περιπλανήθηκαν στο δωμάτιο, αναζητώντας τα συνήθη πράγματα που υπήρχαν εκεί, αποφεύγοντας το πτώμα, που ήταν στα πόδια του. Όχι για πολύ, όμως. Υπήρχε κάτι το τόσο αποκρουστικά ενδιαφέρον στο πτώμα της Στέλλα, το οποίο ανάγκαζε το βλέμμα του να γυρίζει σ’ αυτό, από όπου κι αν περιπλανιόταν.