Άρχισε και πάλι να σκέφτεται. Γονάτισε αργά-αργά στο πλευρό της γυναίκας του κι αφουγκράστηκε για να βρει έναν παλμό, ο οποίος ήξερε ότι δεν υπήρχε. Το χέρι της ήδη ήταν ελαφρά κρύο στην αφή (ή ήταν η φαντασία του;) και κάθε υποψία ζωής είχε φύγει. Πήρε γρήγορα το χέρι του και στάθηκε πάλι όρθιος.
Πήγε προς τον καναπέ, κάθισε κάτω και κοίταξε για πολύ ώρα τον απέναντι τοίχο. Τίτλοι ειδήσεων του κραύγαζαν: ΕΠΙΦΑΝΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΤΗΣ ΚΟΜΗΤΕΙΑΣ, ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΤΟΥ. Τα χρόνια που σχεδίαζε προσεκτικά την πολιτική του καριέρα, που σχεδίαζε να κάνει χάρες σε ανθρώπους, ώστε κι εκείνοι να έκαναν, σαν ανταπόδοση, κάποια χάρη σε εκείνον, να πηγαίνει σε ατελείωτα βαρετά πάρτι και δείπνα...τα έβλεπε όλα να χάνονται μπροστά του, μέσα στη δίνη της καταστροφής. Κι έβλεπε πολλά, άδεια χρόνια μπροστά του, γκρίζους τοίχους και σιδερένια κάγκελα.
«Όχι», φώναξε. Κοίταξε κάτω, κατηγορώντας το άψυχο σώμα της γυναίκας του. «Όχι. Θα το ήθελες αυτό, έτσι; Αλλά δε θα το αφήσω να συμβεί, δε θα το κάνω αυτό. Έχω πολλά και σημαντικά πράγματα που θέλω να κάνω, προτού φύγω».
Μία αναπάντεχη ηρεμία επικράτησε στο μυαλό του και είδε καθαρά τι έπρεπε να κάνει. Διέλυσε το τσιγάρο που είχε πετάξει η γυναίκα του κι ακόμη σιγόκαιγε. Μετά πήγε στο ράφι με τα μαχαιροπήρουνα και πήρε ένα μαχαίρι τεμαχίσματος από τον τοίχο, κρατώντας το μαντήλι του γύρω από τη λαβή, ώστε να μην αφήσει αποτυπώματα. Πήγε έξω κι έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι από το σκοινί απλώματος. Γύρισε στην καλύβα, έδεσε τα χέρια της γυναίκας του πίσω και λύγισε το σώμα της μπροστά, ώστε να μπορέσει να δέσει τα πόδια της στο λαιμό της.
Παίρνοντας πάλι το μαχαίρι, χάραξε προσεκτικά το λαιμό της Στέλλα. Το αίμα έσταζε από το λαιμό της, αλλά δεν πετάχτηκε, γιατί, πλέον, δεν το αντλούσε η καρδιά. Έκοψε βαθειά τα στήθη της και έκανε μία τεράστια χαρακιά, πάνω από το φουστάνι της, μέχρι τη βουβωνική χώρα. Για ασφάλεια, έκοψε αδίστακτα την κοιλιακή της χώρα, το πρόσωπο και τα χέρια. Έβγαλε τα μάτια της από της κόγχες, προσπάθησε να κόψει και τη μύτη της, αλλά ήταν πολύ δύσκολο, για το μαχαίρι που είχε.
Στη συνέχεια, βούτηξε το μαχαίρι στο αίμα της κι έγραψε πάνω σε έναν τοίχο «Θάνατος στα γουρούνια». Τέλος, διέλυσε τα καλώδια του τηλεφώνου με μία απότομη κίνηση του μαχαιριού. Μετά, άφησε το μαχαίρι στο πάτωμα, δίπλα από το πτώμα της, ενώ την ίδια ώρα έπαιρνε το σημείωμα που του είχε γράψει, για την πρόθεσή της να πάρει διαζύγιο. Έβαλε το σημείωμα στην τσέπη του παντελονιού του.
Στάθηκε όρθιος και κοίταξε τον εαυτό του. Τα χέρια και τα ρούχα του είχαν διάσπαρτους λεκέδες από αίμα. Αυτό δεν έπρεπε να μείνει έτσι. Θα έπρεπε να τα ξεφορτωθεί, με κάποιο τρόπο.
Έτριψε τα χέρια του στο νιπτήρα, μέχρι να αφαιρέσει κάθε ίχνος αίματος. Έψαξε τριγύρω στο δωμάτιο και βρήκε κάτι που του έκοψε την ανάσα: το ειδικά τυπωμένο για εκείνον πακέτο από σπίρτα, που ήταν πάνω στο τραπέζι, δίπλα στο σταχτοδοχείο. Βημάτισε γρήγορα προς αυτό, θεωρώντας το πολύ βλακώδες, να αφήσει ένα στοιχείο σαν αυτό να περιπλανιέται και να το βρει η αστυνομία. Γλίστρησε με προσοχή το πακέτο με τα σπίρτα, μέσα στην τσέπη του.
Μετά, πήγε στη βαλίτσα του και πήρε καθαρά ρούχα. Άλλαξε γρήγορα, ενώ την ίδια ώρα σκεφτόταν να θάψει τα παλιά του ρούχα, σε κάποιο μέρος, σε απόσταση 1,5 χιλιομέτρου, έτσι ώστε να μη βρεθούν ποτέ. Μετά, θα μπορούσε να επιστρέψει και να υποδυθεί ότι ανακάλυψε το πτώμα σε αυτή την κατάσταση. Εφόσον τα καλώδια του τηλεφώνου είχαν κοπεί, θα έπρεπε να πάει κάπου αλλού με το αυτοκίνητο, για να πάρει την αστυνομία. Θυμήθηκε ότι ο πιο κοντινός γείτονας με τηλέφωνο, απείχε περίπου τρία χιλιόμετρα.
Ο Στόουναμ γύρισε και εξέτασε το χειροτέχνημά του. Αίμα είχε χυθεί παντού πάνω στο πάτωμα και πάνω στα έπιπλα, το πτώμα είχε διαμελιστεί με ιδιαίτερα αποκρουστικό τρόπο, το ριζοσπαστικό μήνυμα ήταν γραμμένο σε περίοπτη θέση του τοίχου. Ήταν σκηνή από σουρεαλιστικό εφιάλτη. Κανένας δολοφόνος, που είχε τα λογικά του, δε θα διέπραττε τέτοια σφαγή. Το φταίξιμο θα έπεφτε, αμέσως, πάνω στο κοινόβιο των χίπηδων, ίσως και πάνω στον ίδιο τον Πολάσκι. Αυτό θα εξυπηρετούσε δύο σκοπούς: να καλύψει τη δική του ενοχή και να απαλλάξει μια για πάντα το Σαν Μάρκος από αυτούς τους αναθεματισμένους χίπηδες.
Έξω από την καλύβα, μέσα σε μία μικρή εργαλειοθήκη, υπήρχε ένα φτυάρι. Ο Στόουναμ το πήρε και μπήκε βαθιά μέσα στο δάσος, για να θάψει τα ρούχα του. Καθώς δεν είχε βρέξει καθόλου, εδώ και μήνες, το έδαφος ήταν στεγνό και σκληρό. Έτσι, δεν άφησε καθόλου ίχνη, καθώς περνούσε από πάνω του.
* * *
Δεν πέρασε πολλή ώρα μέχρι το μεγαλύτερο πλάσμα να σκοτώσει το μικρότερο. Αλλά, αφού τελείωσε, ο δολοφόνος φαινόταν ακινητοποιημένος από τις ίδιες του τις πράξεις. Ο Γκάρννα, τέντωσε προσεκτικά μία νοερή κεραία κι άγγιξε το μυαλό του δολοφόνου. Οι σκέψεις ήταν τόσο μπερδεμένες. Υπήρχαν ακόμη ίχνη οργής που στριφογύριζαν, αλλά φαίνονταν να υποχωρούν σιγά-σιγά. Άλλα συναισθήματα γίνονταν πιο έντονα. Ενοχή, θλίψη, φόβος για την τιμωρία. Όλα αυτά ήταν πράγματα που ο Γκάρννα τα ήξερε, ήδη. Μπήκε λίγο βαθύτερα στο μυαλό κι έμαθε ότι το νεκρό πλάσμα ανήκε στην ίδια ομάδα ιφφ με αυτό που επιβίωσε και, συγκεκριμένα, ήταν το ταίρι του. Ο τρόμος, που ένιωσε ο Γκάρννα από αυτό, ήταν τόσο δυνατός που έφυγε τρέχοντας από το μυαλό και κουλουριάστηκε σαν μία νοερή μπάλα. Με τη λογική, μπορούσε να αποδεχτεί την έννοια της δολοφονίας, ίσως και το γεγονός ότι κάποιος δολοφόνησε το ίδιο του το ταίρι. Αλλά, συναισθηματικά, το σοκ της ζωντανής εμπειρίας, έκανε το μυαλό του να δονείται.
Έμεινε εκεί για λίγα λεπτά, περιμένοντας να περάσουν η αηδία και το σοκ. Τελικά, η εκπαίδευσή τον έκανε να συνέλθει κι άρχισε να παρατηρεί τον περίγυρό του, για μία ακόμη φορά. Το μεγάλο πλάσμα, έκοβε τώρα το κουφάρι του μικρού με ένα μαχαίρι. Ήταν κάποιο αποτρόπαιο έθιμο; Αν ήταν, τότε αυτά τα παμφάγα θα έπρεπε να επαναξιολογηθούν, ως προς τη δυνατότητά τους να αποτελέσουν απειλή. Ακόμη και τα σαρκοφάγα, που είχε παρατηρήσει ο Γκάρννα, δεν είχαν συμπεριφερθεί με τόσο αισχρό τρόπο.
Χρειάστηκε όλο του τον αυτοέλεγχο για να μπορέσει να ξαναέρθει σε επαφή με το μυαλό του άγνωστου πλάσματος. Αυτό που είδε τον μπέρδεψε και τον τάραξε. Για πρώτη φορά, έβλεπε ζωντανά ένα άτομο να σχεδιάζει μία δράση, η οποία θα λειτουργούσε ενάντια στο καλό της Ορδής του. Υπήρχε ενοχή και ντροπή μέσα στο μυαλό, κάτι που έκανε το Γκάρννα να πιστέψει ότι αυτή η δολοφονία ήταν έξω από τη συνήθη συμπεριφορά. Το ένστικτο της ορδής λειτουργούσε, ακόμη, αλλά πολύ περιορισμένα. Και πάνω από όλα υπήρχε ο φόβος της τιμωρίας. Το πλάσμα ήξερε ότι αυτό που έκανε ήταν λάθος κι η φρικτή πορεία των πράξεών του, αυτή τη στιγμή, ήταν μία προσπάθεια να αποφύγει – ο Γκάρννα δεν ήξερε με ποιο τρόπο – την τιμωρία, που θα ακολουθούσε, διαφορετικά.
Ήταν μία μοναδική περίπτωση. Ποτέ στο παρελθόν, απ’ όσο ήξερε ο Γκάρννα, δεν είχε εμπλακεί κάποιος Εξερευνητής σε μία μεμονωμένη κατάσταση, σε τέτοιο βαθμό. Σημασία είχε, πάντα, η γενική εικόνα. Αλλά, ίσως, μπορούσαν να κατανοηθούν κάποια πράγματα, αν είχαν δει την κατάσταση να εξελίσσεται. Ακόμη και μέσα στη σκέψη, «άκουγε» ένα καμπανάκι να χτυπά στο μυαλό του. Αυτή ήταν η πρώτη προειδοποίηση ότι η Εξερεύνηση είχε, σχεδόν, φτάσει στο τέλος της. Θα ακολουθούσε ακόμη ένα σε έξι λεπτά και μετά, θα έπρεπε να γυρίσει πίσω. Αλλά, αποφάσισε να μείνει και να δει την εξέλιξη του δράματος, όσο περισσότερο μπορούσε, μέχρι να έρθει εκείνη η ώρα.
Έψαξε λίγο βαθύτερα, μέσα στο μυαλό του άγνωστου πλάσματος, και είδε το δόλο μέσα του. Το πλάσμα θα προσπαθούσε να αποφύγει την τιμωρία του, κατηγορώντας γι’ αυτό το έγκλημα, κάποιο άλλο αθώο πλάσμα. Αν το αρχικό έγκλημα ήταν αποκρουστικό για τον Γκάρννα, αυτή του η επιδείνωση ήταν ανείπωτη. Ήταν άλλο πράγμα να αφήσει κανείς μία στιγμή πάθους να τον κάνει να παραβεί τους κανόνες της Ορδής, κι άλλο να παραπλανά συνειδητά κι επιτηδευμένα τους άλλους, έτσι ώστε να βλάψει κάποιο άλλο πλάσμα. Το πλάσμα δεν έβαζε, απλά, το δικό του καλό πάνω από το καλό της Ορδής, αλλά πάνω κι από άλλα άτομα.