1 Οι Απόκληροι
Η Χιουμοριστική Ιστορίας Μίας Σύγχρονης Οικογένειας Βριολάκων
του
1 Όουεν Τζόουνς
Μετάφραση:
1 Ελένη Γούλα
Πνευματικά δικαιώματα: Όουεν Τζόουνς, ©2021
1 Περιεχόμενα
1. Η Αρρώστια του κυρίου Λι
2. Το δίλημμα της οικογένειας Λι
3. Ο Βρικόλακας Χενγκ
4. Ο Δρόμος προς την Ανάρρωση
5. Είναι άνθρωπος; Είναι πουλί;
6. Ο Χενγκ επιστρέφει στη δουλειά
7. Ο Χενγκ επεκτείνει τη δίαιτά του
8. Τα πειράματα του Χενγκ
9. Καλεσμένοι
10. Μία Νέα Οικογενειακή Επιχείρηση
11. Το Μονοπάτι των Χίπις
12. Διάλειμμα
13. Άντρας και Γυναίκα Νυχτερίδα
14. Η Κοινότητα των Νυχτερίδων Μεγαλώνει
15. Το Πρώτο Συμβούλιο των Νυχτερίδων
1 Γλωσσάρι
Το Κρίνο της Μπανγκόκ
Σχετικά με τον συγγραφέα
Επικοινωνήστε μαζί μου ως εξής:
http://facebook.com/angunjones
http://twitter.com/lekwilliams
owen@behind-the-smile.org
http://owencerijones.com
Συμμετέχετε στο newsletter για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα βιβλία και τη συγγραφή του Owen γράφοντας το email σας:
https://meganthemisconception.com
1 1. Η ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΛΙ
Ο κύριος Λι, ή ο Ηλικιωμένος Κύριος Λι, όπως τον ξέρουν οι ντόπιοι, ένιωθε παράξενα για εβδομάδες και επειδή η τοπική κοινωνία ήταν μικρή και απομονωμένη, όλοι όσοι ήταν κοντά του το γνώριζαν. Συμβουλεύτηκε ντόπιο γιατρό, της παλιάς σχολής, όχι σύγχρονο γιατρό, και του είπε ότι η θερμοκρασία του σώματός του δεν ήταν ισορροπημένη γιατί κάτι επηρέαζε το αίμα του. Η γυναίκα, η ντόπια σαμάνος, θεία του κυρίου Λι, δεν ήταν αρκετά σίγουρη για τον λόγο, αλλά υποσχέθηκε ότι θα γνωρίζει σε περίπου 24 ώρες, αν άφηνε δείγματα για να τα μελετήσει και επέστρεψε όταν έστειλε να τον φωνάξουν. Η σαμάνος έδωσε στον κύριο Λι μία μάζα από βρύα και πέτρες. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει διότι το είχε κάνει ξανά, οπότε κατούρησε στα βρύα και έφτυσε την πέτρα αφού ξερόβηξε δυνατά. Τα έδωσε πίσω με ευλάβεια και προσέχοντας μην τα ακουμπήσει και τα μολύνει, τα τύλιξε ευλαβικά σε ξεχωριστά κομμάτια μπανανόφλουδας για να διατηρήσουν την υγρασία τους όσο το δυνατόν περισσότερο. «Δώσε τους μία μέρα να σαπίσουν και να ξεραθούν, μετά θα τα μελετήσω και θα δω τι σου συμβαίνει». «Ευχαριστώ, θεία Ντα, εννοώ, Σαμάνε Ντα. Θα περιμένω να με καλέσεις και θα έρθω αμέσως μόλις με καλέσεις». «Περίμενε εκεί, παλικάρι μου, δεν τελείωσα ακόμα μαζί σου». Η Ντα γύρισε και πήρε ένα πήλινο σκεύος από το ράφι. Το άνοιξε, ήπιε δύο γουλιές και μετά έφτυσε την τελευταία στον ηλικιωμένο Λι. Καθώς η Ντα προσευχόταν στους θεούς της, ο κύριος Λι σκεφτόταν ότι ξέχασε τον «εξαγνισμό»-μισούσε να τον φτύνουν όλοι, κι ειδικά ηλικιωμένες με σάπια δόντια. «Αυτό το αλκοολούχο σπρέι κι η προσευχή θα σε ηρεμήσει μέχρι να βρούμε το πρόβλημα,» τον διαβεβαίωσε. Η Σαμάνος Ντα σηκώθηκε από τη θέση λωτό του χωμάτινου εδάφους του ιατρικού ιερού, έβαλε το χέρι της γύρω από τον ανιψιό της και τον οδήγησε έξω, στρίβοντας τσιγάρο στον δρόμο. Μόλις βγήκαν έξω, το άναψε, τράβηξε μία μεγάλη ρουφηξιά κι ένιωσε τον καπνό στους πνεύμονές της. «Πώς είναι η γυναίκα σου και τα αξιαγάπητα παιδιά σου;» «Είναι όλοι καλά, θεία Ντα, αλλά ανησυχούν για την υγεία μου. Νιώθω αδιάθετος εδώ και καιρό και δεν έχω αρρωστήσει σε όλη μου τη ζωή, όπως ξέρεις.» «Όχι, εμείς οι Λι είμαστε σκληρή φάρα. Ο πατέρας σου, ο αγαπημένος μου αδερφός, θα ήταν μία χαρά τώρα αν δεν είχε πεθάνει από τη γρίπη. Ήταν δυνατός σαν βουβάλι. Του μοιάζεις, αλλά δεν τον πυροβόλησαν. Νομίζω ότι αυτό φταίει, η σφαίρα του Γιάνκη». Ο κύριος Λι το είχε περάσει αυτό εκατοντάδες φορές, αλλά δεν μπορούσε να την πείσει, οπότε απλώς έγνεψε, άφησε στη θεία του ένα χαρτονόμισμα των 50 μπατ και ξεκίνησε για τη φάρμα του που ήταν μόλις μερικές εκατοντάδες γιάρδες έξω από το χωριό.
Ένιωθε ήδη πολύ καλύτερα, οπότε άρχισε να περπατάει πιο ευδιάθετα για το αποδείξει σε όλους.
Ο ηλικιωμένος κύριος Λι εμπιστευόταν την αρχαία θεία του Ντα, όπως κι όλη η κοινότητα,
που αποτελούταν από ένα μικρό χωριό με 500 σπίτια και μερικές δωδεκάδες απομακρυσμένες φάρμες.
Η θεία του Ντα ανέλαβε ως Σαμάνος του χωριού όταν ήταν αγόρι και δεν υπήρχαν πολλοί που να θυμούνται τον προηγούμενο. Ποτέ δεν είχαν επαγγελματία γιατρό στο χωριό.
Δεν σημαίνει ότι δεν είχαν πρόσβαση σε γιατρό, αλλά ήταν ελάχιστοι και μακριά-ο πιο κοντινός μόνιμος γιατρός ήταν στην πόλη, 75 χιλιόμετρα μακριά και δεν υπήρχαν λεωφορεία, ταξί ή τρένα στα βουνά που ζούσαν στη βορειοανατολική Ταϊλάνδη. Εκτός αυτού, οι γιατροί ήταν ακριβοί και έδιναν ακριβά φάρμακα, όπου όλοι υπέθεταν ότι κέρδιζαν έτσι υψηλές προμήθειες. Υπήρχε, επίσης, μία κλινική μερικά χωριά παρακάτω, που είχε μόνο μία νοσοκόμα πλήρους απασχόλησης κι έναν γιατρό μερικής απασχόλησης που δουλεύει εκεί μία μέρα το δεκαπενθήμερο.
Οι άνθρωποι του χωριού, όπως ο κύριος Λι, νόμιζαν ότι ήταν εντάξει για τους πλούσιους αστούς, αλλά δεν τους ήταν χρήσιμοι. Πώς μπορεί ένας αγρότης να πάρει μία μέρα ρεπό, να προσλάβει κάποιον άλλον για την ίδια δουλειά και να πάει στον γιατρό; Αν έβρισκαν κάποιον με αμάξι, καλώς, αν και υπήρχαν λίγα παλιά τρακτέρ εντός δέκα χιλιομέτρων.
Όχι, σκέφτηκε, η θεία του ήταν αρκετά καλή για όλους και γι' αυτόν, κι εξάλλου, δεν είχε αφήσει κανέναν να πεθάνει που δεν είχε έρθει η ώρα του και φυσικά δεν είχε σκοτώσει κανέναν, όλοι το ορκίζονται.
Όλοι.
Ο κύριος Λι ήταν περήφανος για τη θεία του και δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική για χιλιόμετρα και σίγουρα κανείς με την εμπειρία της. Κανείς δεν ήξερε την πραγματική της ηλικία, ούτε καν η ίδια, αλλά πολύ πιθανόν να είναι 90.
Ο κύριος Λι έφτασε στην αυλή του σπιτιού του μ' αυτές τις σκέψεις στο μυαλό. Ήθελε να το συζητήσει με τη γυναίκα του, επειδή, αν και φαινόταν ότι ήταν ο αρχηγός της οικογένειας, όπως και σε κάθε οικογένεια, ήταν μόνο επίφαση διότι στην πραγματικότητα όλα τα μέλη της οικογένειας έπαιρναν αποφάσεις συλλογικά, ή τουλάχιστον οι ενήλικες.
Θα ήταν μία αξιομνημόνευτη μέρα καθώς οι Λι ποτέ δεν είχαν περάσει κάποια «κρίση» και τα δύο τους παιδιά, που δεν ήταν πια παιδιά, είχαν κι αυτά λόγο. Θα γραφόταν ιστορία κι ο κύριος Λι το ήξερε.
«Μαντ», φώναξε, χαϊδευτικό της γυναίκας του καθώς το πρωτότοκο παιδί τους δεν μπόρεσε να πει «Μητέρα».«Μαντ, είσαι εκεί;»
«Ναι, είμαι στην πίσω αυλή».
Ο Λι περίμενε λίγο μέχρι να γυρίσει από την τουαλέτα, αλλά ήταν ζεστά κι αποπνικτικά μέσα, οπότε πήγε στην μπροστινή αυλή και κάθισε στο μεγάλο οικογενειακό τραπέζι με στέγη από χορτάρι όπου έτρωγαν οικογενειακώς και κάθονταν αν είχαν ελεύθερο χώρο.
Το αληθινό όνομα της κυρίας Λι ήταν Γουάν, αν κι ο σύζυγός της τη φώναζε Μαντ στοργικά καθώς το μεγαλύτερο παιδί τους την έλεγε έτσι και του κόλλησε του κυρίου Λι, αλλά όχι των παιδιών. Κατάγεται από το χωριό Μπααν Νουά, όπως κι ο Λι, αλλά οι δικοί της δεν είχαν πάει πουθενά, ενώ η οικογένεια του Λι είχε έρθει από την Κίνα δύο γενιές πριν, αν και αυτή η πατρίδα δεν ήταν πολύ μακριά.
Ήταν σαν τις άλλες γυναίκες της περιοχής. Στα νιάτα της, ήταν όμορφο κορίτσι, αλλά τα κορίτσια δεν είχα πολλές ευκαιρίες στο παρελθόν ούτε τις ενθάρρυναν να είναι φιλόδοξες, όχι ότι τα πράγματα άλλαξαν πολύ και για την κόρη της ακόμα και μετά από είκοσι χρόνια. Η κυρία Λι ήταν ικανοποιημένη να βρει σύζυγο μετά το σχολείο, οπότε όταν ο Χενγκ Λι τη ζήτησε σε γάμο κι έδειξε στους γονείς της τα λεφτά που είχε στην τράπεζα, σκέφτηκε ότι ήταν το καλύτερο κελεπούρι από τους ντόπιους. Δεν είχε, επίσης, την επιθυμία να ξεφύγει από τους φίλους και τους συγγενείς για να πάει στην πόλη να διευρύνει τους ορίζοντες της.
Αγάπησε τον Χενγκ Λι με τον δικό της τρόπο, αν κι η ερωτική επιθυμία καταλάγιασε γρήγορα στη σύντομη ερωτική ζωή τους και τώρα ήταν περισσότερο συνέταιρος παρά σύζυγος στην οικογενειακή επιχείρηση, αφοσιωμένη στην επιβίωση αυτών και των δύο παιδιών τους.