Ο Γκάρννα δεν μπορούσε, πλέον, να παραμείνει ουδέτερος και αδιάφορος. Αυτό το πλάσμα πρέπει να ήταν διεστραμμένο. Ακόμη κι αποδεχόμενος τη διαφορά στις συνήθειες, καμία βιώσιμη κοινωνία δε θα επιβίωνε για πολύ, αν αυτά τα πρότυπα γίνονταν ο κανόνας. Θα κατέρρεε κάτω από το αμοιβαίο μίσος και την έλλειψη εμπιστοσύνης.
Τώρα, το πλάσμα έφυγε από την καλύβα και περπατούσε σιγά προς τα δέντρα. Ο Γκάρννα το ακολούθησε. Το πλάσμα κρατούσε τα ρούχα που φορούσε μέσα στο δωμάτιο, καθώς κι ένα εργαλείο που πήρε από την καλύβα. Όταν έφτασε σε απόσταση 1,5 χιλιομέτρου από το κτίριο, άφησε κάτω τα ρούχα κι άρχισε να χρησιμοποιεί το εργαλείο για να σκάψει ένα λάκκο. Όταν ο λάκκος έγινε αρκετά βαθύς, το ξένο πλάσμα έθαψε τα παλιά ρούχα και ξαναγέμισε το λάκκο, ισιώνοντας το χώμα γύρω του με προσοχή, έτσι ώστε το έδαφος να φαίνεται άθικτο.
Ο Γκάρννα έπιασε στιγμιαίες σκέψεις από το μυαλό του πλάσματος. Υπήρχε ικανοποίηση, που έκανε κάτι με επιτυχία. Ο φόβος είχε μετριαστεί, τώρα, καθώς είχε κάνει βήματα για να αποφύγει την τιμωρία. Κι υπήρχε και το αίσθημα του θριάμβου, γιατί είχε νικήσει ή είχε ξεγελάσει την Ορδή. Το τελευταίο έκανε τον Γκάρννα να ανατριχιάσει, νοερά. Τι είδους πλάσμα ήταν αυτό, που μπορούσε να πανηγυρίζει επειδή έβλαψε την Ορδή του; Αυτό ήταν λάθος από κάθε άποψη, έπρεπε να είναι λάθος. Κάτι έπρεπε να γίνει, για να δει αυτό το διεστραμμένο, να αποκαλύπτεται, παρά την απάτη του. Αλλά...
Η δεύτερη προειδοποίηση ακούστηκε μέσα στο μυαλό του. Όχι!, σκέφτηκε. Δε θέλω να γυρίσω πίσω. Πρέπει να μείνω και να κάνω κάτι, γι’ αυτή την κατάσταση.
Αλλά, δεν υπήρχε επιλογή. Δεν ήταν γνωστός κάποιος τρόπος, με τον οποίο μπορούσε ένα μυαλό να παραμείνει εκτός του σώματός του, χωρίς φρικτές συνέπειες για το ένα ή το άλλο. Αν έμενε μακριά για πολύ, το σώμα του θα μπορούσε να πεθάνει, κι υπήρχε προβληματισμός σχετικά με το αν το μυαλό θα μπορούσε να ζήσει περισσότερο από το σώμα. Δε θα εξυπηρετούσε σε τίποτα αν το μυαλό καταστρεφόταν από απροσεξία.
Έτσι, απρόθυμα, το μυαλό του Γκάρννα ιφφ- Αλμάνικ, αποτραβήχτηκε από τη σκηνή της τραγωδίας, πάνω στον τρίτο πλανήτη του κίτρινου αστέρα, με το μπλε-άσπρο χρώμα, κι έτρεξε πίσω στο σώμα του, σε απόσταση περισσότερων από 1000 παρσέκ.
* * *
Καθώς γύριζε, περπατώντας, στην καλύβα ο Στόουναμ αισθάνθηκε τόση ικανοποίηση, που τα έβγαλε πέρα, επιτυχώς, σε μία τόσο άσχημη κατάσταση. Σκέφτηκε ότι, ακόμη κι αν η αστυνομία δεν κατηγορούσε τους χίπηδες, δεν είχε μείνει καμία χειροπιαστή απόδειξη, για να κατηγορήσει τον ίδιο. Κανένα κίνητρο, καμία απόδειξη, κανένας μάρτυρας.
Σχεδόν 1,5 χιλιόμετρο μακριά, ένα κορίτσι με το όνομα Ντέμπρα Μπάουερ, ξύπνησε, ουρλιάζοντας, από έναν εφιάλτη.
Κεφάλαιο 2
Δε θα ήταν καλή μέρα αυτή, συμπέρανε ο Τζον Μάσκεν, καθώς οδηγούσε κατά μήκος της ακτής, προς το γραφείο του, στην πόλη του Σαν Μάρκος. Στα δεξιά του, ο ουρανός άρχισε να αλλάζει χρώμα από σκούρο σε ανοιχτό μπλε, καθώς ο ήλιος ξεκίνησε να σκαρφαλώνει πάνω από τον ορίζοντα, αλλά ο Μάσκεν δεν τον έβλεπε ακόμη, γιατί κρυβόταν στους λόφους, που βρίσκονταν στο βάθος της ανατολικής μεριάς του δρόμου. Στα δυτικά, τα αστέρια είχαν χαθεί μέσα στο ξεθωριασμένο βιολετί χρώμα, που ήταν ό, τι είχε απομείνει από τη νύχτα.
Καμία μέρα που ξεκινά με το να πρέπει να πας στη δουλειά στις 5:30 το πρωί, δεν μπορεί να είναι καλή, συνέχισε ο Μάσκεν. Πολύ περισσότερο, όταν αυτό σχετίζεται με μία δολοφονία.
Οδηγούσε προς το γραφείο κι αισθανόταν πολύ ατημέλητος. O βοηθός του, ο Γουίτμορ, τον κάλεσε και του είπε ότι ήταν επείγον κι ο Μάσκεν δεν είχε ούτε χρόνο να ξυριστεί. Δεν ήθελε να ενοχλήσει τη γυναίκα του, που κοιμόταν ακόμη και, μέσα στο σκοτάδι, πήρε τη λάθος στολή, αυτή που είχε φορέσει χθες. Μύριζε σαν να είχε παίξει έναν ολόκληρο αγώνα μπάσκετ, φορώντας την. Του πήρε περίπου 15 δευτερόλεπτα για να περάσει μία φορά με τη βούρτσα τα μαλλιά του, που είχαν πέσει σχεδόν όλα, αλλά αυτό ήταν το μόνο στοιχείο περιποίησης επάνω του.
Καμία μέρα, που ξεκινά έτσι, επανέλαβε, δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο εκτός από άθλια.
Το ρολόι του έδειχνε 5:48, καθώς περνούσε την πόρτα του Τμήματος του Σερίφη. «Ωραία, Τομ, τι τρέχει;».
Ο Γουίτμορ κοίταξε προς τα πάνω, όταν μπήκε το αφεντικό του. Ήταν ένας τύπος που έμοιαζε σαν αγοράκι, ήταν στο Σώμα μόνο μισό χρόνο κι η χαμηλή του αρχαιότητα, τον έκανε ιδανικό για τη νυχτερινή βάρδια. Τα μακριά ξανθά μαλλιά του ήταν περιποιημένα, η στολή του σιδερωμένη και αλέκιαστη. Ο Μάσκεν, ένιωσε ένα προσωρινό ξέσπασμα μίσους για οποιονδήποτε μπορούσε να είναι τόσο αψεγάδιαστος, τέτοια ώρα, παρόλο που ήξερε ότι αυτό το συναίσθημα ήταν παράλογο. Ήταν μέρος της δουλειάς του Γουίτμορ να είναι σε τόσο καλή κατάσταση, τόσο νωρίς, κι ο Μάσκεν θα έπρεπε να τον πετάξει έξω, αν γινόταν διαφορετικά.
«Έγινε μία δολοφονία σε μία ιδιωτική καλύβα, στην ακτή, στα μισά της διαδρομής από εδώ στο Μπέλινγκτον», είπε ο Γουίτμορ. «Το θύμα ήταν η κα. Γουέσλι Στόουναμ».
Τα μάτια του Μάσκεν άνοιξαν διάπλατα. Επιβεβαιώνοντας τις προσδοκίες του, η ημέρα αυτή ήδη είχε γίνει απίστευτα χειρότερη. Και δεν ήταν ακόμη ούτε 6 το πρωί. Αναστέναξε. «Ποιος το χειρίζεται;»
«Ο Άκερ έκανε την αρχική αναφορά. Παραμένει στον τόπο του εγκλήματος, συγκεντρώνοντας όσες πληροφορίες μπορεί. Κυρίως, φροντίζει να μην πειραχτεί τίποτα, μέχρι να μπορέσετε να το δείτε εσείς».
Ο Μάσκεν έγνεψε. «Είναι πολύ καλός. Έχεις αντίγραφο της αναφοράς του;»
«Σε ένα λεπτό, κύριε. Το ηχογράφησε και τώρα πρέπει να το δακτυλογραφήσω. Μου έχουν μείνει δύο προτάσεις, μόνο».
«Ωραία. Πάω να πάρω έναν καφέ. Θέλω να έχω την αναφορά στο γραφείο μου, όταν γυρίσω».
Πάντα υπήρχε μία κανάτα καφέ που έβραζε στο γραφείο, αλλά ήταν απίστευτα απαίσιος και ο Μάσκεν δεν τον έπινε ποτέ. Έτσι, πέρασε απέναντι το δρόμο στο ολονύκτιο μικροεστιατόριο και μπήκε μέσα. Ο Τζόου, ο υπάλληλος, κοίταξε πάνω προς το μέρος του, πίσω από τα πόδια του που τα είχε στηριχτεί πάνω σε ένα από τα τραπέζια. Άφησε κάτω την εφημερίδα που διάβαζε. «Πολύ νωρίς σήμερα, έτσι Σερίφη;».
Ο Μάσκεν αγνόησε τη φιλικότητα, που κάλυπτε αυτή την ερώτηση. «Καφέ, Τζόου, και τον θέλω σκέτο». Πήρε μερικά ψιλά από την τσέπη του και τα κοπάνησε πάνω στον πάγκο. Ο υπάλληλος πήρε το μήνυμα, από τη συμπεριφορά του Σερίφη, και πήγε σιωπηλός να γεμίσει μία κούπα με καφέ.
Ο Μάσκεν ήπιε τον καφέ του με μεγάλες γουλιές. Στο ενδιάμεσο από τις γουλιές αυτές, πέρναγε μεγάλα διαστήματα κοιτώντας επίμονα και προσεκτικά τον τοίχο απέναντί του. Πρέπει να θυμόταν ότι είχε συναντήσει την κα. Στόουναμ – δε θυμόταν το μικρό της όνομα – μία ή δύο φορές σε κάποια πάρτι ή δείπνα. Θυμόταν ότι τη θεωρούσε μία από τις λίγες γυναίκες, που είχαν μετατρέψει το γεγονός ότι ήταν σχεδόν μεσήλικας, σε προτέρημα αντί σε μειονέκτημα, καλλιεργώντας στον εαυτό της ένα ιδιαίτερο ώριμο μεγαλείο. Φαινόταν να είναι καλός άνθρωπος και λυπόταν που ήταν νεκρή.
Αλλά, λυπόταν ακόμη πιο πολύ που τύγχανε να είναι σύζυγος του Γουέσλι Στόουναμ. Αυτό μπορούσε να προκαλέσει άπειρα μπερδέματα. Ο Στόουναμ ήταν ένας άντρας που είχε ανακαλύψει τη σπουδαιότητά του και περίμενε να έρθει η ώρα να την ανακαλύψει κι ο κόσμος. Δεν ήταν μόνο πλούσιος, αλλά έκανε και τα χρήματά του να μετρούν, με την έννοια της επιρροής. Γνώριζε τους σωστούς ανθρώπους κι οι πιο πολλοί από αυτούς τους χρωστούσαν κάποιου είδους χάρη. Κυκλοφορούσε κι η φήμη ότι ήταν υποψήφιος ακόμη και για τη θέση του Συμβουλίου, από την οποία θα παραιτούνταν σε λίγες ημέρες ο Κότμαν. Αν σε συμπαθούσε ο Στόουναμ, οι πόρτες άνοιγαν ως δια μαγείας. Αν σε έπαιρνε με στραβό μάτι, τότε οι πόρτες έκλειναν με βία στα μούτρα σου.
Ο Μάσκεν δούλευε στην αστυνομία εδώ και 37 χρόνια κι ήταν Σερίφης, τα τελευταία έντεκα. Του χρόνου, θα έβαζε υποψηφιότητα για να επανεκλεγεί. Ίσως, θα ήταν σοφό να τα πηγαίνει καλά με το Στόουναμ, ό, τι κι αν σήμαινε αυτό. Δεν ήξερε, ακόμη, καμία λεπτομέρεια για την υπόθεση, αλλά ήδη είχε ένα προαίσθημα μέσα του, ότι τα πράγματα θα ήταν άσχημα. Κάτι μουρμούρισε, μέσα από τα δόντια του, για τη μοίρα των αστυνομικών.