Οι φλέβες του Θορ έκαιγαν από την αγανάκτηση. Αυτός θα μπορούσε να είχε χτυπήσει τους στόχους. Ήταν το ίδιο καλός όσο οποιοσδήποτε άλλος από αυτούς. Δεν ήταν δίκαιο να τον αφήσουν έξω μόνο και μόνο επειδή ήταν μικρότερος σε ηλικία και λίγο πιο μικρόσωμος.
Ξαφνικά, ο Θορ ένιωσε ένα χέρι στην πλάτη του και καθώς αυτό τον τράβηξε πίσω, έφυγε απότομα προς τα κάτω και έπεσε με γδούπο στο έδαφος σαν κουβάρι. Σήκωσε τα μάτια του και είδε τον φρουρό από την πύλη να του χαμογελά ειρωνικά.
«Τι σου είπα, νεαρέ;»
Πριν μπορέσει να αντιδράσει, ο φρουρός πήρε φόρα και κλώτσησε δυνατά τον Θορ που ένιωσε ένα δυνατό πόνο στα πλευρά του, ενώ ο φρουρός ετοιμαζόταν να τον ξανακλωτσήσει.
Αυτή τη φορά, ο Θορ άρπαξε το πόδι του φρουρού στον αέρα. Το τράβηξε δυνατά και εκείνος έχασε την ισορροπία του και έπεσε.
Ο Θορ σηκώθηκε αμέσως, αλλά και ο φρουρός έκανε το ίδιο. Ο Θορ τον κοίταξε, σοκαρισμένος απ’ αυτό που είχε κάνει. Απέναντί του ο φρουρός τον αγριοκοίταγε.
«Όχι μόνο θα σε δέσω», είπε ο φρουρός με συριχτή φωνή, «αλλά θα σε κάνω να πληρώσεις γι’ αυτό. Κανείς δεν αγγίζει έναν φρουρό του Βασιλιά! Ξέχνα το να μπεις στη Λεγεώνα – τώρα θα σαπίσεις στα μπουντρούμια! Θα είσαι τυχερός αν ποτέ ξαναβγείς από εκεί.!»
Ο φρουρός έβγαλε μια αλυσίδα με λουκέτο στην άκρη. Πλησίασε τον Θορ με την εκδίκηση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του.
Το μυαλό του Θορ πήρε γρήγορες στροφές. Δεν μπορούσε να αφήσει τον εαυτό του να τον αλυσοδέσουν – και σίγουρα δεν ήθελε να βλάψει ένα Φρουρό του Βασιλιά. Έπρεπε να σκεφτεί κάτι – γρήγορα.
Θυμήθηκε τη σφεντόνα του. Μόλις την έπιασε, τα αντανακλαστικά του ανέλαβαν τη συνέχεια. Την άρπαξε, έβαλε μέσα την πέτρα, σημάδεψε, και την άφησε να φύγει.
Η πέτρα έσχισε τον αέρα και χτύπησε τις αλυσίδες από το χέρι του φρουρού που είχε μείνει άναυδος. Χτύπησε επίσης και τα δάκτυλά του. Ο φρουρός, έκανε ένα βήμα πίσω και κούνησε το χέρι του, ουρλιάζοντας από πόνο, καθώς οι αλυσίδες έπεφταν με θόρυβο στο έδαφος.
Ο φρουρός έριξε μια θανατηφόρα ματιά στον Θορ και τράβηξε το σπαθί του. Αυτό βγήκε από τη θήκη του με τον χαρακτηριστικό μεταλλικό του ήχο.
«Αυτό ήταν το τελευταίο σου λάθος», τον απείλησε ο φρουρός με κακία και όρμησε κατά πάνω του.
Ο Θορ δεν είχε καμία άλλη επιλογή. Αυτός ο άνθρωπος δεν επρόκειτο να τον αφήσει να φύγει. Έβαλε άλλη μια πέτρα στη σφεντόνα και του την έριξε. Ο στόχος του ήταν καλά μελετημένος – δεν ήθελε να σκοτώσει τον φουρό, αλλά έπρεπε να τον σταματήσει. Έτσι, αντί να στοχεύσει στην καρδιά του, τη μύτη, τα μάτια, ή το κεφάλι του, ο Θορ στόχευσε στο μοναδικό μέρος που ήξερε ότι θα τον σταματούσε, χωρίς όμως να τον σκοτώσει.
Ανάμεσα στα πόδια του.
Άφησε την πέτρα να φύγει – όχι με όλη του τη δύναμη, αλλά αρκετή για να τον ρίξει κάτω.
Ήταν το τέλειο χτύπημα.
Ο φρουρός διπλώθηκε στα δύο, και ρίχνοντας το σπαθί του, έβαλε σφιχτά τα χέρια του γύρω από τα γεννητικά του όργανα. Μετά κατέρρευσε στο έδαφος και κουλουριάστηκε σαν μπάλα.
«Θα σε κρεμάσουν γι’ αυτό που έκανες!» φώναξε απειλητικά ανάμεσα σε βογγητά πόνου. «Φρουροί! Φρουροί!»
Ο Θορ σήκωσε τα μάτια του και είδε στο βάθος αρκετούς φρουρούς του Βασιλιά να τρέχουν προς το μέρος του.
Ήταν τώρα ή ποτέ.
Χωρίς να χάσει στιγμή, έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς το περβάζι του παραθύρου. Θα έπρεπε να περάσει μέσα απ’ αυτό, να πηδήξει κάτω στην αρένα και να πάει να παρουσιαστεί. Και ήταν αποφασισμένος να δώσει μάχη με όποιον θα προσπαθούσε να μπει εμπόδιο στο δρόμο του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Ο ΜακΓκιλ καθόταν στην επάνω αίθουσα του κάστρου του, στην προσωπική του αίθουσα, εκείνη που χρησιμοποιούσε για τις προσωπικές του υποθέσεις. Καθόταν στον ατομικό του θρόνο, που ήταν φτιαγμένος από σκαλιστό ξύλο, και κοίταζε τα τέσσερα παιδιά του που στέκονταν μπροστά του. Εκεί ήταν ο Κέντρικ, ο μεγαλύτερος γιος του που στα είκοσι πέντε του ήταν εξαιρετικός πολεμιστής και πραγματικός τζέντλεμαν. Απ’ όλα του τα παιδιά, αυτός έμοιαζε στον ΜακΓκιλ περισσότερο – πραγματική ειρωνεία μια και ήταν εξώγαμος. Ήταν το μόνο του παραστράτημα με μια άλλη γυναίκα που την είχε προ πολλού ξεχάσει. Ο ΜακΓκιλ είχε αναθρέψει τον Κέντρικ μαζί με τα νόμιμα παιδιά του, παρά τις αρχικές διαμαρτυρίες της Βασίλισσας, υπό τον όρο ότι δεν θα ανέβαινε ποτέ στον θρόνο. Τώρα αυτό ήταν κάτι που τον πονούσε πραγματικά αφού, ο Κέντρικ ήταν ο πιο εξαίρετος άνθρωπος που γνώριζε, και ένας γιος που ήταν περήφανος που είχε. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει ποτέ καλύτερος διάδοχος στο βασίλειό του.
Δίπλα στον Κέντρικ, και σε πλήρη αντίθεση μ’ αυτόν, στεκόταν ο Γκάρεθ, ο δευτερότοκος γιος του – δηλαδή ο πρωτότοκος νόμιμος γιος του. Ο Γκάρεθ ήταν είκοσι τριών, λεπτός με βαθουλωτά μάγουλα και μεγάλα καστανά μάτια που δεν σταματούσαν να κινούνται. Ο χαρακτήρας του δεν θα μπορούσε να είναι πιο διαφορετικός από τον μεγαλύτερο αδελφό του. Ο Γκάρεθ ήταν ακριβώς ό,τι δεν ήταν ο Κέντρικ. Ενώ ο αδελφός του ήταν ευθύς και ειλικρινής, ο Γκάρεθ έκρυβε τις πραγματικές τους σκέψεις. Εκεί που ο αδελφός του ήταν υπερήφανος και ευγενής, ο Γκάρεθ ήταν δόλιος και ανέντιμος. Το γεγονός ότι αντιπαθούσε τον ίδιο του το γιο πονούσε πραγματικά τον ΜακΓκιλ. Είχε προσπαθήσει πολλές φορές να διορθώσει τον χαρακτήρα του, αλλά μετά από κάποιο σημείο, όταν το αγόρι ήταν στην εφηβεία του, ο ΜακΓκιλ αποφάσισε ότι ο χαρακτήρας του ήταν έμφυτος. Ο Γκάρεθ ήταν δολοπλόκος, διψούσε για εξουσία και ήταν φιλόδοξος, αλλά με την αρνητική έννοια της λέξης. Ο ΜακΓκιλ ήξερε επίσης ότι ο Γκάρεθ δεν είχε καμία προτίμηση για τις γυναίκες, αλλά είχε αρκετούς άντρες εραστές. Άλλοι βασιλιάδες θα είχαν διώξει ένα τέτοιο γιο, αλλά ο ΜακΓκιλ ήταν πιο ανοιχτόμυαλος, και σε ό,τι τον αφορούσε, αυτός δεν ήταν λόγος να μην τον αγαπάει. Δεν τον κατέκρινε γι’ αυτό. Γι’ αυτό, όμως που πράγματι τον κατέκρινε, ήταν ο ραδιούργος χαρακτήρας του – κάτι που δεν μπορούσε να παραβλέψει.
Ακριβώς δίπλα στον Γκάρεθ στεκόταν η δευτερότοκη κόρη του ΜακΓκιλ, η Γκουέντολιν. Είχε μόλις κλείσει τα δεκάξι της χρόνια και ήταν ένα από τα ομορφότερα κορίτσια που υπήρχαν – ενώ η ομορφιά του χαρακτήρα της επισκίαζε ακόμα και την εμφάνισή της. Ήταν ευγενική, γενναιόδωρη, έντιμη – η πιο εξαιρετική κοπέλα απ’ όσες ήξερε. Από την άποψη αυτή, έμοιαζε πολύ με τον Κέντρικ. Κοιτούσε τον ΜακΓκιλ με την αγάπη μιας κόρης για τον πατέρα της και σε κάθε της ματιά ένιωθε πάντα την πίστη της σ’ αυτόν. Ήταν πολύ πιο περήφανος γι’ αυτή παρά για τους γιους του.
Δίπλα ακριβώς στην Γκουέντολιν, ήταν ο πιο μικρός γιος του ΜακΓκιλ, ο Ρις, ένα περήφανο παλικάρι γεμάτο ζωντάνια και θάρρος που στα δεκατέσσερά του άρχιζε να γίνεται άντρας. Ο ΜακΓκιλ είχε παρακολουθήσει την ένταξή του στη Λεγεώνα, και ήδη μπορούσε να δει τι άντρας επρόκειτο να γίνει. Ο ΜακΓκιλ δεν είχε καμία αμφιβολία. Ο Ρις θα ήταν ο καλύτερός του γιος και θα γινόταν εξαιρετικός κυβερνήτης. Αλλά αυτή η μέρα δεν είχε φτάσει ακόμα. Ήταν ακόμα πολύ μικρός και είχε πολλά να μάθει.
Ο ΜακΓκιλ είχε ανάμεικτα συναισθήματα καθώς κοίταζε προσεκτικά αυτά τα τέσσερα παιδιά, τους τρεις γιους του και την κόρη του, να στέκονται μπροστά του. Ένιωθε υπερηφάνεια ανάμικτη με απογοήτευση. Ένιωθε επίσης θυμό και δυσαρέσκεια που δύο από τα παιδιά του δεν ήταν εκεί. Η μεγαλύτερη, η κόρη του η Λουάντα, φυσικά ετοιμαζόταν για τον γάμο της, και αφού μετά το γάμο της θα έφευγε για άλλο βασίλειο, δεν είχε λόγο να παραβρίσκεται σ’ αυτή την συζήτηση σχετικά με την διαδοχή. Όμως, ο άλλος του γιος, ο δεκαοκτάχρονος Γκόντφρι, ο μεσαίος, ήταν απών και ο ΜακΓκιλ είχε κοκκινίσει από την περιφρόνηση που του έδειχνε.
Από τότε που ήταν μικρό παιδί, ο Γκόντφρι έδειχνε την περιφρόνησή του για τη βασιλεία και ήταν σαφές ότι ποτέ του δεν θα νοιαζόταν για τον θεσμό ή για να κυβερνήσει. Αλλά η μεγαλύτερη απογοήτευση του ΜακΓκιλ ήταν ότι ο Γκόντφρι προτιμούσε να περνάει τον καιρό του σε μπυραρίες με κακές παρέες, προκαλώντας συνεχώς στην βασιλική οικογένεια όλο και μεγαλύτερη ντροπή και ατίμωση. Ήταν ένας τεμπέλης που κοιμόταν τη μισή ημέρα ενώ την άλλη μισή την περνούσε στο ποτό. Από τη μια πλευρά, ο ΜακΓκιλ ένιωθε ανακουφισμένος που δεν είχε έρθει, όμως από την άλλη, αυτή ήταν μια προσβολή που δεν μπορούσε να αντέξει. Στην πραγματικότητα, ήταν κάτι που περίμενε και γι’ αυτό το λόγο είχε στείλει τους άντρες του από νωρίς να χτενίσουν τις μπυραρίες, για να τον βρουν και να τον φέρουν πίσω. Ο ΜακΓκιλ καθόταν σιωπηλός και περίμενε, έως ότου οι φρουροί εκτέλεσαν την εντολή.