«Και γιατί πιστεύεις κάτι τέτοιο;» επέμεινε πιεστικά ο Γκάρεθ.
«Γιατί ακριβώς αυτό είναι που επιδιώκεις».
Το πρόσωπο του Γκάρεθ έγινε κατακόκκινο. Ο ΜακΓκιλ τον είχε κάνει να δει τον πραγματικό του εαυτό. Ο ΜακΓκιλ παρακολουθούσε τα μάτια του και τα είδε να καίνε με τόσο μίσος γι’ αυτόν που δεν μπορούσε ποτέ να το φανταστεί.
Χωρίς να πει άλλη κουβέντα, ο Γκάρεθ όρμησε προς την έξοδο και κοπάνησε την πόρτα πίσω του.
Η αντήχηση που απλώθηκε στην αίθουσα έκανε τον ΜακΓκιλ να ανατριχιάσει. Έφερε στο νου του τη ματιά του γιου του και αισθάνθηκε το μίσος του τόσο βαθύ που ήταν βαθύτερο ακόμα και από το μίσος των εχθρών του. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκε τον Άργκον και τα λόγια που του είχε πει ότι ο κίνδυνος ήταν κοντά.
Μήπως ήταν όντως τόσο κοντά;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Ο Θορ διέσχισε το τεράστιο γήπεδο της αρένας με όλη την ταχύτητα που μπορούσαν να τρέξουν τα πόδια του. Πίσω του άκουγε τα βήματα των φρουρών του Βασιλιά να τον πλησιάζουν απειλητικά. Τον κυνηγούσαν μέσα σ’ αυτό το ζεστό και γεμάτο σκόνη γήπεδο, βρίζοντας καθώς έτρεχαν. Μπροστά του βρίσκονταν τα μέλη – και οι νεοσύλλεκτοι – της Λεγεώνας, δεκάδες αγόρια ακριβώς σαν κι’ αυτόν, όμως μεγαλύτερα σε ηλικία και δυνατότερα. Εκπαιδεύονταν και ελέγχονταν σε διάφορους σχηματισμούς. Κάποιοι εκσφενδόνιζαν δόρατα, άλλοι έριχναν ακόντια, ενώ λίγοι ήταν εκείνοι που έκαναν εξάσκηση σε λαβές λόγχης. Έριχναν σε μακρινούς στόχους και σπάνια αστοχούσαν. Αυτά ήταν τα αγωνίσματα που του άρεσαν και τώρα του φαινόταν εκπληκτικοί.
Ανάμεσα στους νεοσύλλεκτους υπήρχαν δεκάδες πραγματικοί ιππότες, μέλη του Αργυρού Τάγματος, που στέκονταν σε ένα ευρύ ημικύκλιο παρακολουθώντας τα αγωνίσματα. Έκριναν και αποφάσιζαν ποιος θα έμενε και ποιος θα γύριζε σπίτι του.
Ο Θορ ήξερε ότι έπρεπε να αποδείξει την αξία του, έπρεπε να εντυπωσιάσει αυτούς τους άντρες. Μέσα σε λίγα λεπτά, οι φρουροί θα είχαν πέσει επάνω του, και αν έπρεπε να τους εντυπωσιάσει, τώρα ήταν η κατάλληλη στιγμή. Αλλά πώς; Το μυαλό του δούλευε γρήγορα καθώς έτρεχε μέσα στο γήπεδο, αποφασισμένος να κάνει τα πάντα για να μην τον διώξουν.
Καθώς ο Θορ διέσχιζε τρέχοντας το γήπεδο, κάποιοι άρχισαν να βλέπουν ότι κάτι ασυνήθιστο συνέβαινε. Μερικοί από τους νεοσύλλεκτους σταμάτησαν ό,τι έκαναν και γύρισαν να δουν τι γινόταν, ενώ το ίδιο έκαναν και μερικοί από τους ιππότες. Μέσα σε λίγες στιγμές, ο Θορ ένιωσε όλη την προσοχή στραμμένη επάνω του. Όσοι τον κοίταζαν, φαίνονταν σαστισμένοι και ο Θορ συνειδητοποίησε ότι όλοι αυτοί θα αναρωτιόντουσαν ποιος ήταν αυτός που έτρεχε μέσα στο γήπεδο. Όμως δεν ήταν αυτός ο τρόπος που ήθελε να κάνει εντύπωση. Όλη του τη ζωή, όταν ονειρευόταν να μπει στη Λεγεώνα, δεν το είχε φανταστεί να γίνεται έτσι.
Καθώς ο Θορ έτρεχε και σκέφτονταν τι έπρεπε να κάνει, η λύση ήρθε από μόνη της. Ένα μεγαλόσωμο αγόρι, ένας νεοσύλλεκτος, αποφάσισε να αναλάβει δράση, έτσι ώστε να εντυπωσιάσει τους άλλους σταματώντας τον Θορ. Ψηλός, εξαιρετικά μυώδης και σχεδόν διπλάσιος σε μέγεθος από τον Θορ, ύψωσε το ξύλινο σπαθί του για να τον εμποδίσει να περάσει. Ο Θορ μπορούσε να δει ότι ήταν αποφασισμένος να τον χτυπήσει και να τον ρίξει στο έδαφος, να τον γελοιοποιήσει μπροστά σε όλους τους άλλους και να κερδίσει το πλεονέκτημα για τον εαυτό του σε σχέση με τους υπόλοιπους νεοσύλλεκτους.
Αυτό έκανε τον Θορ έξαλλο. Δεν είχε τίποτα να χωρίσει με αυτό το αγόρι και το να παλέψει μαζί του δεν ήταν αυτό που ήθελε να κάνει. Όμως, τώρα έπρεπε να επωφεληθεί από αυτή την πρόκληση για να αποκτήσει ένα πλεονέκτημα σε σχέση με τους άλλους.
Καθώς πλησίασε, ο Θορ δεν μπορούσε να πιστέψει ότι το αγόρι ήταν τόσο σωματώδες. Μπροστά του φαίνονταν τεράστιος, είχε τη μεγαλύτερη και πιο τετράγωνη σιαγόνα που ο Θορ είχε δει ποτέ και τον κοίταζε άγρια ενώ τα πυκνά, μαύρα μαλλιά του έπεφταν στο μέτωπό του. Δεν έβλεπε τον τρόπο που θα μπορούσε να νικήσει αυτό το αγόρι.
Το αγόρι του επιτέθηκε με το ξύλινο σπαθί του και ο Θορ κατάλαβε ότι αν δεν έκανε μια γρήγορη κίνηση, το αγόρι θα τον έβγαζε νοκ άουτ.
Τα αντανακλαστικά του Θορ μπήκαν σε δράση. Ενστικτωδώς, έβγαλε την σφεντόνα του, και έριξε μια πέτρα στο χέρι του αγοριού. Η πέτρα βρήκε το στόχο της και το σπαθί έπεσε από τα χέρια του τη στιγμή που ήταν έτοιμος να το κατεβάσει πάνω στον Θορ. Καθώς το σπαθί έπεφτε, το αγόρι ούρλιαξε από πόνο και κράτησε σφιχτά το χέρι του.
Ο Θορ δεν έχασε χρόνο. Εκμεταλλευόμενος τη στιγμή, του επιτέθηκε πηδώντας στον αέρα και έριξε μια κλωτσιά στο στήθος του αγοριού. Αλλά το αγόρι ήταν τόσο χοντρό που ήταν σαν να κλωτσούσε τον κορμό μιας βελανιδιάς. Το αγόρι έκανε πίσω μερικά εκατοστά, ενώ ο Θορ κοκάλωσε χωρίς να μπορεί να κάνει βήμα παρά πέρα αλλά το απότομο σταμάτημά του τον έκανε να πέσει κάτω, μπροστά στα πόδια του αγοριού.
Αυτός δεν είναι καλός οιωνός, σκέφτηκε ο Θορ, καθώς έπεσε στο έδαφος με γδούπο και με ένα δυνατό βόμβο στ’ αυτιά του.
Προσπάθησε να ξανασηκωθεί στα πόδια του, αλλά το αγόρι ήταν ήδη ένα βήμα μπροστά απ’ αυτόν. Έσκυψε και άρπαξε τον Θορ από την πλάτη και τον πέταξε μακριά με το πρόσωπο μέσα στο χώμα.
Ένα πλήθος από άλλα αγόρια γρήγορα μαζεύτηκαν σ’ ένα κύκλο γύρω τους και άρχισαν να φωνάζουν ενθαρρυντικά. Ο Θορ κοκκίνισε από ντροπή.
Γύρισε για να σηκωθεί, αλλά το αγόρι ήταν πολύ γρήγορο. Ήταν ήδη πάνω του και τον είχε καθηλώσει στο έδαφος. Και πριν ο Θορ το καταλάβει, όλο αυτό είχε γίνει ένας αγώνας πάλης με έναν αντίπαλο που το βάρος του ήταν τεράστιο.
Ο Θορ μπορούσε να ακούσει τις πνιχτές φωνές των άλλων νεοσύλλεκτων καθώς είχαν σχηματίσει ένα κύκλο γύρω τους και έβγαζαν κραυγές ανυπομονώντας να δουν αίμα.
Το πρόσωπο του αγοριού είχε αγριέψει πραγματικά και απλώνοντας τους αντίχειρές του τους κατεύθυνε προς τα μάτια του Θορ. Ο Θορ δεν μπορούσε να πιστέψει ότι το αγόρι ήθελε πραγματικά να του κάνει κακό. Ήταν στ’ αλήθεια τόσο απελπισμένος για αναγνώριση;
Την τελευταία στιγμή, ο Θορ έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και έτσι τα χέρια του αγοριού καρφώθηκαν με δύναμη στο χώμα. Ο Θορ άρπαξε την ευκαιρία, γύρισε το σώμα του στο πλάι και ξεφύγε από το πλάκωμα του σώματός του.
Ξανασηκώθηκε στα πόδια του και κοίταξε στα μάτια το αγόρι το οποίο είχε επίσης σηκωθεί. Αυτός επιτέθηκε ξανά, αυτή τη φορά στοχεύοντας το πρόσωπο του Θορ, αλλά ο Θορ έσκυψε την τελευταία στιγμή. Σκύβοντας, αισθάνθηκε την ορμή του αέρα από τη γροθιά του αγοριού που αστόχησε. Ο Θορ συνειδητοποίησε ότι αν αυτή η γροθιά τον είχε πετύχει, θα του είχε σπάσει τη σιαγόνα. Άπλωσε το χέρι του και έριξε μια μπουνιά στην κοιλιά του αγοριού, αλλά δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Ήταν σαν να χτυπούσε ένα δέντρο.
Πριν ο Θορ μπορέσει να αντιδράσει, το αγόρι τον χτύπησε στο πρόσωπο με τον αγκώνα του.
Ο Θορ έκανε δύο βήματα πίσω, παραπατώντας από το χτύπημα. Ήταν σαν να είχε δεχτεί χτύπημα από σφυρί, και τα αυτιά του βούιζαν.
Ενώ ο Θορ παραπατούσε, προσπαθώντας να πάρει μια ανάσα, το αγόρι έκανε άλλη μια επίθεση και τον κλώτσησε δυνατά στο στήθος. Ο Θορ πετάχτηκε στον αέρα και έπεσε στο έδαφος με την πλάτη. Τα άλλα αγόρια ξέσπασαν σε ζητωκραυγές.
Ο Θορ, ζαλισμένος, προσπάθησε να ανακαθίσει, αλλά το αγόρι, για άλλη μια φορά, κινήθηκε εναντίον του, τον ταρακούνησε και άρχισε να του ρίχνει γροθιές στο πρόσωπο μέχρι που τον πέταξε κάτω με την πλάτη κολλημένη στο έδαφος. Αυτή τη φορά ήταν κάτω για τα καλά.
Έμεινε ξαπλωμένος εκεί, ακούγοντας τις ζητωκραυγές των άλλων και νιώθοντας την αλμυρή γεύση του αίματος που έτρεχε από τη μύτη του και το τραύμα στο πρόσωπό του. Βογγούσε από τον πόνο. Σήκωσε τα μάτια του και είδε το τεράστιο αγόρι να αλλάζει κατεύθυνση και να προχωράει προς τους φίλους του, γιορτάζοντας ήδη τη νίκη του.