Amy Blankenship - Ο Χορός Του Φεγγαριού стр 2.

Шрифт
Фон

Ο Σκράπι ήταν έξω και γάβγιζε στο σκοτάδι, ενοχλημένος από το λουρί του που τον εμπόδιζε να κυνηγήσει τις σκιές που είχαν τραβήξει την προσοχή του. Η νεαρή κοπέλα αναπήδησε όταν ξαφνικά ο Σκράπι κατάφερε να ελευθερωθεί από το λουρί του και έφυγε μακριά. Σηκώθηκε από τα σκαλιά όταν το κουτάβι έτρεξε και χώθηκε σε ένα μικρό άνοιγμα του φράχτη, που χώριζε το κάμπινγκ από το καταφύγιο άγριας ζωής.

«Σκράπι μη!» Η Τάμπι έβαλε τα κλάματα και πήγε αμέσως κοντά του. Οι γονείς της την είχαν εμπιστευτεί και δεν έπρεπε να τον χάσει. Σταμάτησε στο φράχτη, πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε το σκοτάδι μέσα από τα δέντρα. «Δεν είμαι δειλή.» Δάγκωσε το κάτω χείλος της και αποφασιστικά έπεσε στα γόνατα για να εξερευνήσει την τρύπα.

Μετά από μερικές γρατζουνιές κατάφερε να περάσει μέσα από τη τρύπα του φράχτη και άρχισε να ακολουθεί, μέσα στο δάσος, το γάβγισμα που όλο και ξεμάκραινε. «Θα με βάλεις σε μπελάδες», μουρμούρισε δυνατά και άρχισε να πλαταγίζει τη γλώσσα της, ξέροντας ότι ο σκύλος της, συνήθως, ανταποκρινόταν σε αυτόν το θόρυβο.

«Τάμπι που είσαι;»

Η Τάμπαθα άκουσε τη φωνή της μητέρας της που την καλούσε αλλά εκείνη τη στιγμή την ένοιαζε μόνο να φέρει πίσω στο κάμπινγκ το κουτάβι της. Ο Σκράπι ήταν ο σκύλος της και έπρεπε να τον φροντίσει. Έτσι, αντί να απαντήσει στη μητέρα της ή στο κουτάβι παράμεινε εκεί σιωπηλή και συνέχισε να ακολουθεί το διαπεραστικό γάβγισμα του Σκράπι.

Λίγο πριν είχε κάνει μία στάση για να ανακτήσει την αναπνοή της. Είχε ακουμπήσει την πλάτη της στον κορμό ενός δέντρου, είχε ακουμπήσει τα βρώμικα γόνατά της με τα χέρια της, ανάσαινε και άκουγε τους ήχους του δάσους. Πάντα ήθελε να βρεθεί στην καρδιά ενός δάσους και απλά να ακούει, όπως έβλεπε να κάνουν οι Ινδιάνοι στις ταινίες.

Τα σύννεφα της βροχής είχαν επιστρέψει και το λαμπερό φεγγαρόφωτο είχε χαθεί. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα όταν συνειδητοποίησε ότι γεν μπορούσε να διακρίνει πια τα φώτα του κάμπινγκ.

Έκανε ένα αβέβαιο βήμα προς τα εμπρός, κοίταξε γύρω της αλλά το μόνο που μπορούσε να δει ήταν το σκοτάδι, οι επιβλητικοί κορμοί των δέντρων και ακόμα πιο απειλητικές σκιές. Κλαψούρισε όταν άκουσε ένα βρυχηθμό σε κάποια απόσταση πίσω της. Αποφάσισε ότι δεν της άρεσε η κατεύθυνση που είχε πάρει και άρχισε να τρέχει προς την αντίθετη χωρίς να κοιτάξει πίσω της.

Μετά από λίγη ώρα που έμοιαζε με αιωνιότητα άκουσε ξανά το γάβγισμα του Σκράπι και στράφηκε προς αυτήν την κατεύθυνση, ελπίζοντας πως ότι κι αν ήταν αυτό που βρυχήθηκε πριν δεν την είχε ακολουθήσει. Άκουσε άλλο ένα γρύλισμα αλλά αυτήν τη φορά ο ήχος ερχόταν από κάπου αλλού, από μπροστά της.

Βυθίζοντας τις φτέρνες της στο έδαφος, προσπάθησε να σταματήσει το τρέξιμο αλλά το έδαφος ήταν καλυμμένο από γλιστερά φύλλα σκεπασμένα από βροχή και λάσπη. Έτσι, αντί να σταματήσει, γλίστρησε ακόμα πιο μακριά, πριν τελικά πέσει σε μία προοδευτικά κλιμακωτή πλαγιά.

Η αναπνοή της έγινε πιο δυνατή, καθώς πέφτοντας, χτύπησε σε έναν πεσμένο κορμό δέντρου, που όμως τελικά σταμάτησε το ξέφρενο γλίστρημα της. Το πρώτο πράγμα που πρόσεξε, αφού ανάκτησε την ανάσα της, ήταν ότι ο Σκράπι δε γάβγιζε πια. Άκουσε ξανά το βρυχηθμό και άρχισε να σκαρφαλώνει πάλι το λόφο, όταν άκουσε ένα απαλό κλαψούρισμα. Σπρώχνοντας με τα γόνατά της , πέρασε πάνω από τον κορμό του δέντρου και είδε ένα ξέφωτο, λουσμένο από το φως του φεγγαριού.

Εκεί ακριβώς, στη μέση του, είδε το Σκράπι. Έκλαιγε, σαν μόλις να του είχε επιτεθεί ο μεγάλος σκύλος που ζούσε στο τέρμα του δρόμου στο σπίτι τους. Το κουτάβι ήταν ξαπλωμένο στο έδαφος και προσπαθούσε να συρθεί προς τα πίσω. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα όταν κατάλαβε γιατί. Δύο ζώα κινούνταν αργά το ένα προς το άλλο και ο Σκράπι βρισκόταν ακριβώς στη μέση.

«Χαζέ» μουρμούρισε ανασαίνοντας βαριά.

Αναγνώρισε τα ζώα από φωτογραφίες που της είχε δείξει ο μπαμπάς της πριν το ταξίδι τους. Το ένα ήταν κούγκαρ και το άλλο το αναγνώρισε από την τηλεόραση… ένας ιαγουάρος. Της άρεσε να βλέπει ντοκιμαντέρ με ζώα και δε φοβόταν, όπως η μαμά της, όταν έβλεπε ζώα να επιτίθενται το ένα στο άλλο στην τηλεόραση. Ωστόσο αυτό ήταν διαφορετικό… Ήταν πραγματικότητα και ήταν τρομακτικό.

Ήταν γάτες που μπορούσαν να σε φάνε. Μεγάλες γάτες. Τα περήφανα ζώα συνέχισαν να κινούνται κυκλικά, το ένα γύρω από το άλλο, οι βρυχηθμοί τους δυνάμωναν και τα μάτια τους άστραφταν σα χρυσά μετάλλια. Ο ήχος του θανάτου μεταφερόταν με το αεράκι και έφτανε στην Τάμπαθα που συνέχισε να παρακολουθεί με δέος.

«Έλα Σκράπι», ψιθύρισε, ελπίζοντας ότι οι μεγάλες γάτες δεν την είχαν ακούσει. «Φύγε από εκεί πριν κάποια από τις δύο σου επιτεθεί.» Εννοούσε πριν σε φάει αλλά δεν ήθελε να τρομάξει το δύστυχο κουτάβι ακόμα περισσότερο.

Οι γάτες άρχισαν να ουρλιάζουν ξαφνικά, κάνοντας την Τάμπαθα να καλύψει τα αυτιά της με τις παλάμες της. Οι φωνές τους ήταν δυνατές και τρομακτικές. Άρχισαν να τρέχουν γρήγορα κατά μήκος του ξέφωτου, κάνοντας το Σκράπι να χτυπήσει και να μαζέψει την ουρά του ανάμεσα στα πόδια του από φόβο.

Βλέποντας το πληγωμένο κουτάβι, η Τάμπαθα πήδηξε πάνω από το δέντρο και έτρεξε, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, προς το μέρος του. Βρισκόταν πιο κοντά στο Σκράπι, από ότι οι γάτες, τσούλησε προς το μέρος του και γρήγορα κάλυψε το μικρό του σώμα με το δικό της, τη στιγμή που τα δύο ζώα πηδούσαν και συγκρούονταν στον αέρα, ακριβώς από πάνω της.

«Σας παρακαλώ μην πειράξετε το σκύλο μου!» ούρλιαξε.

Ούρλιαξε ξανά, όταν ένιωσε κοφτερά νύχια να γδέρνουν το μπράτσο της και την πλάτη της. Οι γάτες έπεσαν με ένα δυνατό γδούπο στο έδαφος, ακριβώς πίσω της, γρυλλίζοντας απειλητικά η μία στην άλλη. Παρέμεινε γαντζωμένη πάνω στο Σκράπι, που ακόμα έτρεμε και κλαψούριζε χαμηλόφωνα, χωρίς να τολμά να κοιτάξει τα ζώα που πάλευαν λίγα βήματα πίσω της.

Η Τάμπαθα φοβόταν να κουνηθεί και συνέχισε να κρατά το σκύλο όσο πιο σφιχτά μπορούσε. Τα μάτια της είχαν στενέψει από το φόβο και άρχισε να ψιψιρίζει στο Σκράπι να τρέξει και να φέρει βοήθεια, μήπως και προλάβαινε να σωθεί από τις γάτες. Κάτι υγρό και ζεστό χύθηκε στην πλάτη της αλλά εκείνη συνέχιζε να παραμένει ακίνητη. Επιτέλους, η μάχη είχε σταματήσει και βρήκε την ευκαιρία να κοιτάξει απάνω από τον ώμο της.

Άρχισε να τρέμει ολόκληρη και να κλαίει μόλις αντίκρυσε δύο άντρες γεμάτους αίματα, ξαπλωμένους πίσω της. Η Τάμπαθα ανασηκώθηκε αργά και με τον Τάμπι στην αγκαλιά της άρχισε να απομακρύνεται οπίσθια. Μα που είχαν εξαφανιστεί το κούγκαρ και ο ιαγουάρος; Είχαν επιτεθεί σε αυτούς τους άντρες και το έσκασαν μακριά; Γιατί αυτοί δε φορούσαν ρούχα;

Ξαφνικά ο Ναθάνιελ άνοιξε τα μάτια του και της έδειξε τα κοφτερά του δόντια.

Η Τάμπαθα πισωπάτησε, έχασε την ισορροπία της και σχεδόν έπεσε, αλλά ανάκτησε γρήγορα το βηματισμό της. Ο Σκράπι στρίγγλισε πάλι, όταν η φωνή του άντρα μιμήθηκε εκείνη του κούγκαρ και πάλεψε να ξεφύγει από την αγκαλιά της Τάμπι. Έτρεξε μέσα στο δάσος προσπαθώντας να νικήσει το φόβο του.

Ваша оценка очень важна

0
Шрифт
Фон

Помогите Вашим друзьям узнать о библиотеке

Скачать книгу

Если нет возможности читать онлайн, скачайте книгу файлом для электронной книжки и читайте офлайн.

fb2.zip txt txt.zip rtf.zip a4.pdf a6.pdf mobi.prc epub ios.epub fb3

Популярные книги автора