Ο ΜακΓκιλ κούνησε το κεφάλι του και μετά στράφηκε στον Μπραντάιγκ.
«Και τι νέα έχουμε πέρα από το Φαράγγι;»
«Βασιλιά μου, οι περιπολίες μας έχουν δει αρκετές φορές να γίνονται προσπάθειες για δημιουργία γέφυρας στο Φαράγγι τις τελευταίες εβδομάδες. Αυτά μπορεί να είναι σημάδια ότι οι Άγριοι κινητοποιούνται για επίθεση».
Ένας πνιχτός ψίθυρος ακούστηκε μεταξύ των αντρών. Ο ΜακΓκιλ ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται στη σκέψη αυτή. Η ενεργειακή ασπίδα ήταν ανίκητη, και όμως, όλα αυτά δεν ήταν καλός οιωνός.
«Και τι θα γίνει αν υπάρξει επίθεση σε πλήρη κλίμακα;» ρώτησε.
Εφ’ όσον η ασπίδα είναι ενεργή, δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε. Οι Άγριοι για αιώνες δεν έχουν καταφέρει να περάσουν το Φαράγγι. Δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστεύουμε κάτι διαφορετικό».
Ο ΜακΓκιλ δεν ήταν και τόσο σίγουρος. Μια εξωτερική επίθεση ήταν κάτι που το περίμεναν πολλά χρόνια, και δεν μπορούσε να μην σκέφτεται πότε θα γινόταν.
«Βασιλιά μου», είπε ο Φερθ με την ένρινη φωνή του. «Αισθάνομαι υποχρεωμένος να προσθέσω ότι σήμερα η Αυλή μας είναι γεμάτη με πολλούς αξιωματούχους από το βασίλειο των ΜακΚλάουντ. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ως προσβολή εκ μέρους σας αν δεν τους δεξιωθείτε, ανεξάρτητα από το αν είναι αντίπαλοι ή όχι. Θα σας συμβούλευα να χρησιμοποιήσετε τις απογευματινές ώρες για να υποδεχτείτε τον καθένα από αυτούς. Έχουν φέρει μεγάλη συνοδεία, πολλά δώρα – και όπως λέγεται, και πολλούς κατασκόπους».
«Και ποιος μας λέει ότι οι κατάσκοποι δεν είναι ήδη εδώ;» αντέστρεψε το ερώτημα ο ΜακΓκιλ, κοιτάζοντας προσεκτικά τον Φερθ – καθώς αναρωτιόταν, όπως πάντα, αν κι’ αυτός δεν ήταν ένας από τους κατασκόπους.
Ο Φερθ άνοιξε το στόμα του για να απαντήσει, αλλά ο ΜακΓκιλ αναστέναξε και σήκωσε την παλάμη του, αποτρέποντάς τον να συνεχίσει. «Αν αυτά ήταν όλα, πρέπει να φύγω για να πάω στο γάμο της κόρης μου».
«Βασιλιά μου», είπε ο Κέλβιν, ξεροβήχοντας, «φυσικά υπάρχει κάτι ακόμα. Η παράδοση, την ημέρα του γάμου της μεγαλύτερης κόρης σας. Κάθε ΜακΓκιλ έχει ορίσει τον διάδοχό του. Ο λαός περιμένει ότι θα κάνετε και εσείς το ίδιο. Το κρυφοσυζητάνε. Και δεν θα ήταν σωστό να τους απογοητεύσουμε. Ειδικά με το Σπαθί του Πεπρωμένου να παραμένει ακίνητο».
«Εννοείτε ότι θέλετε να ορίσω διάδοχο ενώ είμαι ακόμα στην ακμή της βασιλείας μου;» ρώτησε ο ΜακΓκιλ.
«Βασιλιά μου, δεν ήθελα να σας προσβάλω», ψέλλισε ο Κέλβιν, ενώ έδειχνε ανήσυχος.
Ο ΜακΓκιλ σήκωσε το χέρι του. «Ξέρω την παράδοση. Και πράγματι, θα ορίσω τον διάδοχό μου σήμερα».
«Μήπως θα μπορούσατε να μας πληροφορήσετε για το ποιος είναι;» ρώτησε ο Φερθ.
Ενοχλημένος, ο ΜακΓκιλ του έριξε μια υποτιμητική ματιά. Ο Φερθ ήταν κουτσομπόλης και δεν τον εμπιστεύονταν καθόλου.
«Θα το μάθεις όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή».
Ο ΜακΓκιλ σηκώθηκε, και οι άλλοι σηκώθηκαν, επίσης. Υποκλίθηκαν και βγήκαν βιαστικά από την αίθουσα.
Ο ΜακΓκιλ έμεινε εκεί βυθισμένος στις σκέψεις του. Ούτε που κατάλαβε για πόση ώρα. Κάποιες μέρες σαν την σημερινή, εύχονταν να μην ήταν βασιλιάς.
*
Ο ΜακΓκιλ κατέβηκε από το θρόνο του, και με τις μπότες του να αντηχούν μέσα στη σιωπή, διέσχισε την αίθουσα. Άνοιξε μόνος του την αρχαία δρύινη πόρτα, τραβώντας το σιδερένιο πόμολο και μπήκε σε μια διπλανή αίθουσα.
Όπως πάντα, του άρεσε η γαλήνη και η μοναξιά αυτού του βολικού δωματίου με το ψηλό, θολωτό ταβάνι που όμως δεν ήταν πάνω από είκοσι βήματα προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Το δωμάτιο ήταν φτιαγμένο εξ ολοκλήρου από πέτρα, με ένα μικρό παράθυρο με βιτρό στον ένα τοίχο. Το φως έμπαινε μέσα από τα κίτρινα και τα κόκκινα χρώματα φωτίζοντας ένα και μόνο αντικείμενο στο κατά τα άλλα γυμνό δωμάτιο.
Το Σπαθί του Πεπρωμένου.
Αυτό βρισκόταν εκεί στο κέντρο του δωματίου, ξαπλωμένο οριζόντια πάνω σε σιδερένια δίκρανα σαν να ήταν μια γυναίκα-πειρασμός. Όπως έκανε από τότε που ήταν παιδί, ο ΜακΓκιλ το πλησίασε, έκανε ένα κύκλο γύρω του και το κοίταξε ερευνητικά. Το Σπαθί του Πεπρωμένου. Το σπαθί του θρύλου, η πηγή της δύναμης και της εξουσίας ολόκληρου του βασιλείου του, από τη μια γενιά στην άλλη. Όποιος θα είχε τη δύναμη να το υψώσει, θα ήταν ο Εκλεκτός, αυτός που επρόκειτο να κυβερνήσει το βασίλειο για όλη του τη ζωή και να το απαλλάξει από κάθε απειλή, μέσα και έξω από το Δαχτυλίδι. Είχε μεγαλώσει μ’ αυτόν τον όμορφο μύθο, και μόλις χρίστηκε Βασιλιάς, ο ΜακΓκιλ προσπάθησε κι’ αυτός να το υψώσει, αφού μόνο οι βασιλιάδες ΜακΓκιλ επιτρέπονταν να προσπαθήσουν. Οι βασιλιάδες πριν από αυτόν είχαν, όλοι τους, αποτύχει. Ήταν σίγουρος ότι αυτός θα ήταν διαφορετικός. Ήταν σίγουρος ότι θα ήταν o Ένας.
Αλλά έκανε λάθος. Όπως και όλοι οι βασιλιάδες ΜακΓκιλ πριν απ’ αυτόν. Και η αποτυχία του είχε σημαδέψει τη βασιλεία του από τότε.
Καθώς το κοιτούσε τώρα, εξέτασε τη μακριά του λεπίδα, φτιαγμένη από ένα μυστηριώδες μέταλλο που κανένας δεν είχε ποτέ αποκρυπτογραφήσει. Η προέλευση του σπαθιού ήταν ακόμα πιο μυστηριώδης αφού ο θρύλος έλεγε ότι είχε βγει μέσα από τη γη στη διάρκεια ενός σεισμού.
Καθώς το εξέταζε για άλλη μια φορά, ένιωσε το τσίμπημα της αποτυχίας. Μπορεί να ήταν καλός βασιλιάς, αλλά δεν ήταν Ο Ένας. Και ο λαός του το ήξερε. Μπορεί να ήταν καλός βασιλιάς, αλλά άσχετα απ’ ό,τι κι’ αν έκανε, δεν θα ήταν ποτέ Ο Ένας.
Αν ήταν, υποψιαζόταν ότι θα υπήρχε λιγότερη αναταραχή στην Αυλή του και λιγότερες δολοπλοκίες. Ο λαός του θα τον εμπιστεύονταν περισσότερο και οι εχθροί του ούτε καν θα σκέφτονταν για επίθεση. Ένα κομμάτι του εαυτού του ευχόταν να εξαφανιστεί το σπαθί και μαζί μ’ αυτό και ο θρύλος. Αλλά ήξερε πως αυτό δεν γινόταν. Αυτή ήταν η κατάρα – και η δύναμη – ενός θρύλου. Πιο δυνατός ακόμα κι’ από το στρατό.
Καθώς το κοίταζε για εκατοστή φορά, ο ΜακΓκιλ δεν μπορούσε να μην αναρωτηθεί για άλλη μια φορά ποιος μπορεί να ήταν ο Εκλεκτός. Ποιος από τη γενιά του ήταν προορισμένος να το σηκώσει; Καθώς σκεφτόταν ότι έπρεπε να ορίσει διάδοχό του, αναρωτήθηκε ποιος, αν υπήρχε κάποιος, που θα ήταν προορισμένος να το σηκώσει.
«Το βάρος της λεπίδας είναι μεγάλο», ακούστηκε μια φωνή.
Ο ΜακΓκιλ έκανε μια στροφή, έκπληκτος που είχε παρέα στο μικρό δωμάτιο.
Εκεί, μπροστά του στην είσοδο της πόρτας στέκονταν ο Άργκον. Ο ΜακΓκιλ αναγνώρισε τη φωνή του πριν καν τον δει και ένιωθε εκνευρισμένος που ο Άργκον δεν είχε έρθει νωρίτερα, αλλά και ευχαριστημένος που τον είχε τώρα εκεί.
«Άργησες», είπε ο ΜακΓκιλ.
«Εγώ δεν έχω αίσθηση του χρόνου», απάντησε ο Άργκον.
Ο ΜακΓκιλ στράφηκε πίσω στο σπαθί.
«Πίστεψες ποτέ σου ότι θα μπορούσα να το σηκώσω;» ρώτησε με στοχασμό. «Εκείνη τη μέρα που έγινα Βασιλιάς;»
«Όχι», απάντησε ο Άργκον κατηγορηματικά.
Ο ΜακΓκιλ γύρισε και τον κοίταξε.
«Το ήξερες ότι δεν θα μπορούσα να το κάνω. Το έβλεπες, έτσι δεν είναι;»
«Ναι».
Ο ΜακΓκιλ φαινόταν πολύ σκεφτικός.
«Με τρομάζει όταν απαντάς έτσι κοφτά. Δεν το συνηθίζεις».
Ο Άργκον έμεινε σιωπηλός και τελικά ο ΜακΓκιλ κατάλαβε ότι δεν θα έλεγε τίποτα άλλο.
«Θα ορίσω τον διάδοχό μου σήμερα», είπε ο ΜακΓκιλ. «Αλλά αισθάνομαι ότι δεν έχει νόημα να ορίζεται ο διάδοχος μια τέτοια μέρα. Στερεί τη χαρά του βασιλιά την ημέρα του γάμου του παιδιού του».
«Ίσως είναι γραφτό να μετριάζεται μια τέτοια χαρά».
«Αλλά μου μένουν πολλά χρόνια βασιλείας ακόμα», δήλωσε ο ΜακΓκιλ.
«Ίσως όχι τόσα πολλά όσα νομίζεις», του απάντησε ο Άργκον.
Ο ΜακΓκιλ μισόκλεισε τα μάτια του και αναρωτήθηκε. Μήπως αυτό ήταν ένα μήνυμα;
Αλλά ο Άργκον δεν είπε τίποτα άλλο.
«Έξι παιδιά. Ποιο να διαλέξω;» ρώτησε ο ΜακΓκιλ.
«Γιατί ρωτάς εμένα; Έχεις ήδη αποφασίσει».
Ο ΜακΓκιλ τον κοίταξε. «Βλέπεις πολλά. Ναι. Έχω αποφασίσει. Αλλά και πάλι θέλω να μάθω τη γνώμη σου».
«Νομίζω πως έχεις κάνει σωστή επιλογή», είπε ο Άργκον. «Αλλά να θυμάσαι: ένας βασιλιάς δεν μπορεί να κυβερνάει μέσα από τον τάφο του. Ανεξάρτητα από το ποιον εσύ νομίζεις ότι διάλεξες, η μοίρα έχει τον τρόπο της να διαλέγει εκείνη αυτόν που θέλει».