Морган Райс - Μια Αναζήτηση για Ήρωες стр 2.

Шрифт
Фон

Το αγόρι, ο Θόργκριν του Δυτικού Βασιλείου της Νότιας Επαρχίας της γενιάς των ΜακΛέοντ, ήταν γνωστός ως Θορ σε όλους όσοι τον συμπαθούσαν και ήταν ο νεότερος από τα τέσσερα αγόρια στην οικογένειά του, αλλά και ο λιγότερο αγαπητός του πατέρα του. Την σημερινή μέρα την περίμενε με λαχτάρα γι’ αυτό και είχε μείνει ξάγρυπνος όλη νύχτα στριφογυρίζοντας στο κρεβάτι του, ενώ τώρα με τα μάτια του θολά περίμενε ανυπόμονα την ανατολή του πρώτου ήλιου. Μια μέρα σαν κι αυτή ερχόταν μια φορά κάθε πολλά χρόνια κι αν την έχανε, θα ήταν καταδικασμένος να μείνει σ’ αυτό το χωριό και να προσέχει τα κοπάδια του πατέρα του για την υπόλοιπη ζωή του. Κι’ αυτή ήταν μια σκέψη που δεν την άντεχε.

Ημέρα Στρατολόγησης. Αυτή ήταν η μέρα που ο Στρατός του Βασιλιά όργωνε τις επαρχίες για να διαλέξει έναν-έναν ξεχωριστά τους εθελοντές για την Βασιλική Λεγεώνα. Όλα τα χρόνια της σύντομης ζωής του ο Θορ δεν ονειρεύονταν τίποτα άλλο. Γι’ αυτόν, ζωή σήμαινε ένα και μόνο πράγμα: να γίνει μέλος στo Αργυρό Τάγμα, το επίλεκτο τάγμα ιπποτών του Βασιλιά που το κοσμούσαν οι πιο λαμπρές πανοπλίες και τα πιο εκλεκτά όπλα που υπήρχαν και στα δύο βασίλεια. Αλλά κανείς δεν έμπαινε στο Αργυρό Τάγμα αν δεν έμπαινε πρώτα στην Λεγεώνα, στην ομάδα με τους βοηθούς των ιπποτών που ήταν όλοι νεαρά αγόρια από δεκατεσσάρων ως δεκαεννιά χρονών. Και αν κάποιος δεν ήταν γιος ενός ευγενούς, ή ενός ξακουστού πολεμιστή, δεν υπήρχε τρόπος για να μπει στη Λεγεώνα.

Η ημέρα της Στρατολόγησης ήταν η μόνη εξαίρεση, η σπάνια ευκαιρία που παρουσιάζονταν κάθε λίγα χρόνια, όταν η Λεγεώνα πήγαινε σε μικρά και μεγάλα χωριά και οι άντρες του Βασιλιά έψαχναν να βρουν καινούργια μέλη. Όλοι γνώριζαν ότι τα παλικάρια που επιλέγονταν από τον απλό λαό ήταν λίγα και ακόμα λιγότερα ήταν όσα τελικά θα έμπαιναν πραγματικά στη Λεγεώνα.

Ο Θορ είχε τα μάτια του καρφωμένα στον ορίζοντα, ψάχνοντας για κάποια κίνηση. Ήξερε πως το Αργυρό Τάγμα θα έπαιρνε τον μοναδικό δρόμο που οδηγούσε στο χωριό και ήθελε να είναι ο πρώτος που θα τους έβλεπε. Το κοπάδι με τα πρόβατα διαμαρτύρονταν ολόγυρά του με ενοχλητικά γρυλίσματα που τον παρότρυναν να τα κατεβάσει από το βουνό για να πάνε εκεί που η βοσκή ήταν άφθονη. Προσπάθησε να μην δίνει σημασία ούτε στο θόρυβο που έκαναν ούτε στη δυσοσμία που ανέδυαν. Έπρεπε να συγκεντρωθεί.

Το μόνο πράγμα που όλα αυτά τα χρόνια τον έκανε να αντέχει να είναι υπηρέτης του πατέρα του και των μεγαλύτερων αδελφών του, αλλά και το γεγονός ότι τον φόρτωναν με όλες τις αγγαρείες χωρίς κανείς να νοιάζεται πραγματικά γι’ αυτόν ήταν η ιδέα ότι μια μέρα θα έφευγε απ’ αυτόν τον τόπο. Μια μέρα, όταν θα ερχόταν το Αργυρό Τάγμα, η επιλογή του θα μπορούσε να εκπλήξει όλους εκείνους που τον είχαν υποτιμήσει όλα αυτά τα χρόνια. Με μια γρήγορη κίνηση, θα ανέβαινε στην άμαξά τους και θα άφηνε πίσω του όλα αυτά.

Φυσικά, ο πατέρας του Θορ ποτέ δεν τον είχε δει σοβαρά σαν υποψήφιο για τη Λεγεώνα. Στην πραγματικότητα, δεν τον είχε δει ποτέ υποψήφιο για τίποτα. Αντιθέτως, ο πατέρας του πάντα έδινε την αμέριστη προσοχή και την αγάπη του στους τρεις μεγαλύτερους αδελφούς του. Ο πιο μεγάλος ήταν δεκαεννιά και οι άλλοι δύο, με ένα χρόνο διαφορά ο ένας από τον άλλον, δεκαοχτώ και δεκαεφτά αντίστοιχα, ενώ ο Θορ ήταν ο μόνος που είχε τρία χρόνια διαφορά από τον μικρότερο. Οι τρεις τους ήταν πολύ δεμένοι μεταξύ τους και αγνοούσαν σχεδόν ολοκληρωτικά την ύπαρξη του Θορ ίσως επειδή αυτοί ήταν πιο κοντά στην ηλικία ή επειδή έμοιαζαν αρκετά ο ένας με τον άλλον και δεν είχαν καμία ομοιότητα με τον Θορ.

Ακόμα χειρότερα, εκείνοι ήταν ψηλότεροι, πιο σωματώδεις και δυνατότεροι απ’ αυτόν, και ο Θορ, που ήξερε ότι δεν ήταν κοντός, ένιωθε παρ’ όλα αυτά μικρός δίπλα τους και ένιωθε τα δυνατά και μυώδη πόδια του αδύναμα μπροστά στα δικά τους που έμοιαζαν σαν κορμοί βελανιδιάς. Ο πατέρας του δεν έκανε καμιά κίνηση για να βελτιώσει τα πράγματα – στην πραγματικότητα φαίνονταν να απολαμβάνει την κατάσταση – και άφηνε τον Θορ να προσέχει τα πρόβατα και να ακονίζει τα όπλα, ενώ τα αδέλφια του είχαν χρόνο για εκπαίδευση. Δεν το είχαν πει ποτέ, αλλά άφηναν πάντα να εννοηθεί ότι ο Θορ θα περνούσε τη ζωή του στο περιθώριο, εξαναγκασμένος να βλέπει τους αδελφούς του να μεγαλουργούν. Η μοίρα του, αν γινόταν όπως ήθελαν και οι τρεις τους, θα ήταν να μείνει εδώ, θαμμένος σ’ αυτό το χωριό για να τους προσφέρει τη βοήθεια που απαιτούσαν.

Και το πιο παράδοξο ήταν ότι ο Θορ αισθανόταν ότι τα αδέλφια του ένιωθαν να απειλούνται από αυτόν, αλλά ίσως και να τον μισούσαν. Κι’ αυτό το έβλεπε σε κάθε τους ματιά και σε κάθε τους χειρονομία. Δεν καταλάβαινε το γιατί, αλλά ήταν σαν να τους προκαλούσε κάτι σαν φόβο ή ζήλια. Ίσως επειδή ήταν διαφορετικός απ’ αυτούς, δεν τους έμοιαζε και δεν μιλούσε με το ίδιο στυλ και ύφος. Ούτε καν ντυνόταν σαν αυτούς, αφού ο πατέρας του κρατούσε τα καλύτερα – τους μοβ και βαθυκόκκινους μανδύες και τα χρυσοποίκιλτα όπλα – για τους αδελφούς του, ενώ ο Θορ έμενε πάντα να φοράει τα πιο τραχιά και παλιά ρούχα.

Παρ’ όλα αυτά, ο Θορ πάντα έβρισκε ένα τρόπο για να κάνει τα ρούχα του να φαίνονται όμορφα, δένοντας τον χιτώνα του με ένα πλατύ ζωνάρι γύρω από τη μέση του, και τώρα που ήταν καλοκαίρι, έκοβε τα μανίκια του για να αφήσει τα τονισμένα μπράτσα του στο χάιδεμα της αύρας. Το πουκάμισό του το ταίριαζε με ένα χοντρό λινό παντελόνι – το μοναδικό που είχε – ενώ οι μπότες του, που ήταν φτιαγμένες από το πιο φτηνό δέρμα, έδεναν ψηλά στις γάμπες του. Μπορεί το δέρμα τους να μην είχε καμία σχέση με την ποιότητα του δέρματος που είχαν τα παπούτσια των αδελφών του, αλλά φαίνονταν καλές στα πόδια του. Η όλη του εμφάνιση ήταν χαρακτηριστική ενός βοσκού.

Όμως, το παρουσιαστικό του δεν έδειχνε βοσκό. Ο Θορ ήταν ψηλός και λεπτός, με μια υπερηφάνεια στο πρόσωπο, πηγούνι που θύμιζε ευγενή, ψηλά ζυγωματικά και γκρίζα μάτια που όλα μαζί τον έκαναν να μοιάζει σαν ένα πολεμιστή που είχε φύγει από το στράτευμα. Τα ίσια, καστανά του μαλλιά έπεφταν σαν κύματα λίγο πιο κάτω από τα αυτιά του, ενώ πίσω από τις τούφες στο μέτωπό του, τα μάτια του έλαμπαν στο φως σαν ασημόπετρες.

Τα αδέλφια του Θορ μπορούσαν να κοιμούνται το πρωί, να τρώνε ένα χορταστικό γεύμα και να φεύγουν για την Επιλογή με τα πιο καλά τους όπλα και τις ευλογίες του πατέρα τους – ενώ σ’ αυτόν δεν επιτρέπονταν καν να παρακολουθήσει. Μια φορά μόνο προσπάθησε να συζητήσει το θέμα με τον πατέρα του. Ήταν μια κουβέντα που δεν εξελίχθηκε καθόλου καλά. Ο πατέρας του έκλεισε συνοπτικά το θέμα και από τότε ο Θορ δεν ξαναπροσπάθησε. Απλά τον έπνιγε η αδικία.

Όμως ο Θορ ήταν αποφασισμένος να ξεφύγει από την μοίρα που ο πατέρας του σχεδίαζε γι’ αυτόν. Με το που θα έβλεπε το βασιλικό καραβάνι, θα έτρεχε πίσω στο σπίτι του για να αντιμετωπίσει τον πατέρα του, και είτε εκείνος ήθελε ή όχι, θα πήγαινε να συστηθεί στους άντρες του Βασιλιά. Θα πήγαινε να παραταχθεί στη σειρά για την επιλογή μαζί με τους άλλους. Ο πατέρας του δεν θα μπορούσε να τον σταματήσει. Στη σκέψη αυτή ένιωσε το στομάχι του να δένεται κόμπος.

Ο πρώτος ήλιος ανέβηκε ψηλότερα και όταν ο δεύτερος ήλιος, που είχε το πράσινο χρώμα της μέντας, άρχισε να ανατέλλει φωτίζοντας ακόμα πιο πολύ τον μοβ ουρανό, ο Θορ τους είδε να έρχονται.

Στάθηκε ολόρθος νιώθοντας μια ανατριχίλα σαν να είχε ηλεκτριστεί. Εκεί, στο βάθος του ορίζοντα, φάνηκε αμυδρά το περίγραμμα μιας ιππήλατης άμαξας που οι ρόδες της σήκωναν σκόνη ως τον ουρανό. Η καρδιά του άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα όταν άλλη μια άμαξα φάνηκε στο βάθος, και μετά άλλη μια. Ακόμα και από τόσο μακριά, οι χρυσαφιές άμαξες γυάλιζαν κάτω από το φως των δύο ήλιων σαν ασημόψαρα που ξεπετάγονταν μέσα απ’ το νερό.

Ваша оценка очень важна

0
Шрифт
Фон

Помогите Вашим друзьям узнать о библиотеке

Скачать книгу

Если нет возможности читать онлайн, скачайте книгу файлом для электронной книжки и читайте офлайн.

fb2.zip txt txt.zip rtf.zip a4.pdf a6.pdf mobi.prc epub ios.epub fb3

Популярные книги автора