Морган Райс - Μια Αναζήτηση για Ήρωες стр 3.

Шрифт
Фон

Όταν είχε μετρήσει δώδεκα άμαξες, δεν άντεχε να περιμένει άλλο. Με την καρδιά του να χτυπά τρελά στο στήθος του και αγνοώντας το κοπάδι του για πρώτη φορά στη ζωή του, ο Θορ έκανε στροφή και κατέβηκε τον λόφο σαν σίφουνας που κατρακυλούσε, αποφασισμένος να μην σταματήσει με τίποτα ώσπου να πάει να δηλώσει την παρουσία του.

*

Ο Θορ δεν σταμάτησε πουθενά για να πάρει μια ανάσα καθώς κατηφόριζε στους λόφους και έτσι όπως πέρναγε ανάμεσα στα δέντρα ένιωθε τις γρατσουνιές από τα κλαδιά, αλλά δεν τον ένοιαζε. Έφτασε σ’ ένα ξέφωτο και από εκεί είδε το χωριό του κάτω. Ήταν μια νυσταγμένη επαρχιακή κωμόπολη γεμάτη με μονώροφα σπίτια χτισμένα με άσπρη λάσπη και αχυρένιες στέγες στα οποία έμεναν αρκετές δεκάδες οικογένειες. Καπνός υψώνονταν από τις καμινάδες μιά και οι περισσότεροι κάτοικοι είχαν ήδη ξυπνήσει και ετοίμαζαν το πρωινό τους γεύμα. Ήταν ένα ειδυλλιακό μέρος, αν και απείχε αρκετά μακριά – μια ολόκληρη μέρα με άλογο – από το παλάτι το Βασιλιά, κάτι που μπορούσε να αποτρέψει τους περαστικούς. Ήταν άλλο ένα αγροτικό χωριό στα όρια του Δακτυλιδιού, ένα ακόμα γρανάζι στον τροχό του Δυτικού Βασιλείου.

Ο Θορ μπήκε με ορμή στο τελευταίο κομμάτι της διαδρομής του και έφτασε στην πλατεία του χωριού, σηκώνοντας το χώμα καθώς έτρεχε. Κότες και σκυλιά έτρεχαν να φύγουν από το πέρασμά του, και μια γριά που κάθονταν ανακούρκουδα έξω απ’ το σπίτι της, μπροστά σ’ ένα καζάνι με νερό που έβραζε, του φώναξε με τσιριχτή φωνή.

«Πιο σιγά, παιδί μου!» φώναξε καθώς ο Θορ πέρασε δίπλα της με ορμή, σηκώνοντας σκόνη που πήγε πάνω στη φωτιά της.

Αλλά ο Θορ δεν σκόπευε να σταματήσει – ούτε γι’ αυτήν, ούτε για κανέναν. Έστριψε σ’ ένα παράδρομο, μετά σε άλλον, και συνέχισε να στρίβει στα δρομάκια που ήξερε απ’ έξω, ώσπου έφτασε σπίτι του.

Ήταν ένα συνηθισμένο μικρό σπίτι που δεν ξεχώριζε από τα άλλα, με τους τοίχους του από άσπρη λάσπη και την τριγωνική του αχυρένια στέγη. Όπως τα περισσότερα σπίτια, το μοναδικό του δωμάτιο ήταν χωρισμένο, με τον πατέρα του να κοιμάται στην μια πλευρά και τα τρία αδέλφια του στην άλλη. Σε αντίθεση με πολλά άλλα σπίτια του χωριού, είχε ένα μικρό κοτέτσι στο πίσω μέρος, και εδώ ήταν που ο Θορ είχε εξοριστεί για να κοιμάται. Στην αρχή κοιμόταν μαζί με τα αδέλφια του, αλλά με το πέρασμα του χρόνου, αυτοί γίνονταν πιο σωματώδεις, αλλά και πιο κακοί, και ήθελαν να έχουν την αποκλειστικότητα του μέρους, ενώ το έδειχναν με περηφάνια πως δεν του άφηναν χώρο. Ο Θορ είχε πληγωθεί, αλλά τώρα απολάμβανε τον δικό του χώρο και προτιμούσε να βρίσκεται μακριά από την παρουσία τους. Απλώς επιβεβαιώνονταν πως αυτός ήταν ο εξόριστος στην οικογένεια, κάτι που ήδη ήξερε.

Ο Θορ έτρεξε στην εξώπορτα και μπήκε μέσα με ορμή χωρίς να σταματήσει καθόλου.

«Πατέρα!» φώναξε, με κομμένη ανάσα. «Οι Αργυροί! Έρχονται!»

Ο πατέρας του και τα τρία αδέλφια του κάθονταν σκυμμένοι πάνω από το τραπέζι με το πρωινό τους, ήδη ντυμένοι με τα καλύτερά τους ρούχα. Με το που άκουσαν τα λόγια του, πετάχτηκαν επάνω και καθώς έτρεχαν να βγουν απ’ το δωμάτιο τον σκούντησαν στους ώμους και βγήκαν έξω στο δρόμο.

Ο Θορ τους ακολούθησε και όλοι μαζί στάθηκαν αγναντεύοντας τον ορίζοντα.

«Δεν βλέπω κανένα», είπε ο Ντρέικ, ο μεγαλύτερος, με την βαθιά του φωνή. Με τους φαρδείς ώμους του, τα κοντοκομμένα μαλλιά του, όπως και τα αδέλφια του, τα καστανά του μάτια, και τα λεπτά του χείλη που έδειχναν αποδοκιμασία, κοίταξε βλοσυρά τον Θορ, ως συνήθως.

«Ούτε εγώ», συμφώνησε ο Ντρος, ένα χρόνο μικρότερος από τον Ντρέικ, παίρνοντας το μέρος του όπως έκανε πάντα.

«Έρχονται!» ο Θορ τους φώναξε ξανά. «Το ορκίζομαι!»

Ο πατέρας του γύρισε προς το μέρος του και τον άρπαξε απ’ τους ώμους αυστηρά.

«Και πώς το ξέρεις;» τον ρώτησε.

«Τους είδα».

«Πώς; Από πού;»

Ο Θορ δίστασε. Ο πατέρας του τον είχε πιάσει στα πράσα. Γιατί εκείνος ήξερε ότι το μόνο μέρος απ’ το οποίο ο Θορ θα μπορούσε να τους είχε εντοπίσει ήταν η κορυφή του μικρού λόφου. Τώρα ο Θορ δεν ήξερε τι να του απαντήσει.

«Α…Ανέβηκα στον λόφο —»

«Με το κοπάδι; Το ξέρεις πως δεν πρέπει να απομακρυνθούν».

«Μα σήμερα είναι διαφορετικά. Έπρεπε να δω».

Ο πατέρας του τον κάρφωσε με το βλέμμα του.

«Μπες μέσα αμέσως και φέρε τα σπαθιά των αδελφών σου και γυάλισε τα θηκάρια τους για να φαίνονται αστραφτερά όταν φτάσουν οι άντρες του Βασιλιά».

Κι’ αφού τέλειωσε την κουβέντα μαζί του, ο πατέρας του γύρισε πίσω στ’ αδέλφια του που στέκονταν απ’ έξω αγναντεύοντας το δρόμο.

«Πιστεύεις πως θα μας διαλέξουν;» ρώτησε ο Ντουρς, ο μικρότερος απ’ τους τρεις τους που είχε τρία ολόκληρα χρόνια διαφορά από τον Θορ.

«Θα είναι χαζοί να μην το κάνουν», είπε ο πατέρας του. «Έχουν έλλειψη αντρών φέτος. Δεν κατάφεραν να στρατολογήσουν πολλούς – αλλιώς δεν θα έμπαιναν στον κόπο να έλθουν. Απλά, σταθείτε ολόισια κι’ οι τρεις σας, το πηγούνι ψηλά και τα στήθη προτεταμένα. Μην τους κοιτάτε κατευθείαν στα μάτια, αλλά μην κοιτάτε και μακριά. Να φαίνεστε δυνατοί και σίγουροι για τον εαυτό σας. Μην δείχνετε αδυναμία. Αν θέλετε να μπείτε στην Βασιλική Λεγεώνα, θα πρέπει να φέρεστε σαν να ήσασταν ήδη εκεί».

«Ναι, Πατέρα», τα τρία του παιδιά απάντησαν με μιας, και πήραν την πρέπουσα στάση. Εκείνος γύρισε και αγριοκοίταξε τον Θορ.

«Τι στέκεσαι ακόμα εκεί; τον ρώτησε. «Μπες μέσα!»

Ο Θορ στάθηκε εκεί συντετριμμένος. Δεν ήθελε να δείξει ανυπακοή στον πατέρα του, αλλά έπρεπε να του μιλήσει. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά όταν συζητούσαν. Αποφάσισε ότι θα ήταν καλύτερα να υπακούσει, να πάει πρώτα να φέρει τα σπαθιά, και μετά να αντιμετώπιζε τον πατέρα του. Η εξ αρχής ανυπακοή δεν θα τον βοηθούσε.

Ο Θορ μπήκε τρέχοντας μέσα στο σπίτι, βγήκε από την πίσω μεριά και κατευθύνθηκε στην αποθηκούλα με τα όπλα. Βρήκε τα τρία σπαθιά των αδελφών του – πολύ όμορφα αντικείμενα και τα τρία που κατέληγαν σε θαυμάσιες ασημένιες λαβές, πολύτιμα δώρα για τα οποία ο πατέρας του είχε κοπιάσει για χρόνια. Τα άρπαξε και τα τρία, έκπληκτος όπως πάντα με το βάρος τους, και έτρεξε πίσω περνώντας πάλι μέσα από το σπίτι.

Βιαστικά, πλησίασε τ’ αδέλφια του, έβαλε από ένα ξίφος στο χέρι του καθενός και μετά στράφηκε προς τον πατέρα του.

«Τι, δεν τα γυάλισες;» είπε ο Ντρέικ.

Ο πατέρας του γύρισε και τον κοίταξε αποδοκιμαστικά, αλλά πριν προλάβει να πει τίποτα, ο Θορ του μίλησε.

«Πατέρα, σε παρακαλώ. Πρέπει να σου μιλήσω!»

«Σου είπα να γυαλίσεις—»

«Σε παρακαλώ, Πατέρα!»

Ο πατέρας του αντί για απάντηση γύρισε και τον αγριοκοίταξε. Όμως, βλέποντας το πόσο σοβαρό φαινόταν το πρόσωπο του Θορ, τελικά είπε, «Λοιπόν;»

«Θέλω να πάω στην αξιολόγηση. Μαζί με τους άλλους. Για την Λεγεώνα».

Τα τρανταχτά γέλια των αδελφών του που ακούστηκαν πίσω του, έκαναν το πρόσωπό του να γίνει κατακόκκινο.

Αλλά ο πατέρας του δεν γέλασε. Αντιθέτως, συνοφρυώθηκε περισσότερο.

«Αλήθεια;» ρώτησε.

Ο Θορ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του με σθένος.

«Είμαι δεκατεσσάρων. Μπορώ να επιλεγώ».

Το κατώτατο όριο είναι δεκατέσσερα», είπε ο Ντρέικ υποτιμητικά πάνω από τον ώμο του. «Αν έπαιρναν εσένα, θα ήσουν ο μικρότερος. Πιστεύεις ότι θα σε διάλεγαν σε σύγκριση με κάποιον σαν εμένα, πέντε χρόνια μεγαλύτερό σου;”

«Είσαι αυθάδης», είπε ο Ντουρς. «Πάντα ήσουν».

Ο Θορ γύρισε προς το μέρος τους. «Δεν ρωτάω εσάς», είπε.

Γύρισε πίσω στον πατέρα του που ήταν ακόμα συνοφρυωμένος.

«Πατέρα, σε παρακαλώ», είπε. «Δώσε μου την ευκαιρία. Είναι το μόνο που σου ζητώ. Ξέρω, είμαι μικρός, αλλά με τον καιρό θα αποδείξω την αξία μου».

Ο πατέρας του κούνησε το κεφάλι του.

«Δεν είσαι στρατιώτης, αγόρι μου. Δεν είσαι σαν τα αδέλφια σου. Εσύ είσαι βοσκός. Η ζωή σου είναι εδώ. Μαζί μου. Θα κάνεις τις δουλειές σου  και θα τις κάνεις καλά. Δεν πρέπει να κάνεις πολύ μεγάλα όνειρα. Αποδέξου την ζωή σου και μάθε να την αγαπάς».

Ο Θορ ένιωσε την καρδιά του να γίνεται κομμάτια καθώς έβλεπε την ζωή του να καταρρέει μπροστά στα μάτια του.

Ваша оценка очень важна

0
Шрифт
Фон

Помогите Вашим друзьям узнать о библиотеке

Скачать книгу

Если нет возможности читать онлайн, скачайте книгу файлом для электронной книжки и читайте офлайн.

fb2.zip txt txt.zip rtf.zip a4.pdf a6.pdf mobi.prc epub ios.epub fb3

Популярные книги автора