Морган Райс - Μια Αναζήτηση για Ήρωες стр 6.

Шрифт
Фон

Ο Θορ κοίταξε τον ουρανό που σκοτείνιαζε και στάθμισε την κατάσταση. Δεν μπορούσε να αφήσει το πρόβατό του να χαθεί. Σκέφτηκε πως αν δρούσε γρήγορα, θα το έφερνε πίσω εγκαίρως.

Μετά από μια τελευταία ματιά πίσω του, έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε με κατεύθυνση προς τα δυτικά και το Σκοτεινό Δάσος, ενώ μαύρα σύννεφα μαζεύονταν στον ουρανό. Είχε ένα δυσάρεστο συναίσθημα, όμως τα πόδια του φαίνονταν ότι συνέχιζαν από μόνα τους. Ένιωθε πως δεν υπήρχε επιστροφή, ακόμα κι’ αν το ήθελε.

Ήταν σαν να έμπαινε μέσα σ’ έναν εφιάλτη.

*

Χωρίς να σταματήσει ούτε μια στιγμή, κατέβηκε τρέχοντας μια σειρά από λόφους και μπήκε κάτω από τον πυκνό θόλο που σχημάτιζαν τα δέντρα στο Σκοτεινό Δάσος. Τα μονοπάτια τελείωναν εκεί που άρχιζε το δάσος, έτσι ο Θορ μπήκε σε μια περιοχή χωρίς κανένα διακριτικό πέρασμα, ενώ άκουγε τα καλοκαιρινά φύλλα να συνθλίβονταν κάτω από τα πόδια του.

Από την στιγμή που μπήκε στο δάσος, ένιωσε το σκοτάδι να τον περιτυλίγει αφού τα πανύψηλα πεύκα δεν επέτρεπαν στο φως να περάσει. Επίσης, εδώ ήταν πιο κρύα και μόλις μπήκε στα όρια του δάσους, ένιωσε να τον διαπερνάει ένα ρίγος. Δεν ήταν μόνο από το κρύο και το σκοτάδι – ήταν κι’ από κάτι άλλο. Κάτι που δεν μπορούσε να πει τι ήταν. Ήταν μια αίσθηση… σαν κάποιος να τον παρακολουθούσε.

Ο Θορ σήκωσε τα μάτια του ψηλά και είδε τα γέρικα κλαδιά που ήταν ροζιασμένα, πιο χοντρά ακόμα κι’ από το σώμα του, να τρίζουν στον αέρα που φυσούσε. Δεν είχε προλάβει να κάνει πενήντα βήματα μέσα στο δάσος όταν άρχισε να ακούει περίεργους θορύβους από ζώα. Στράφηκε προς τα πίσω, άλλά δεν μπορούσε να δει σχεδόν καθόλου το άνοιγμα απ’ όπου είχε μπει. Ήδη ένιωθε ότι δεν υπήρχε διέξοδος. Κοντοστάθηκε.

Το Σκοτεινό Δάσος βρίσκονταν πάντα ως κάτι βαθύ και μυστηριώδες τόσο στα όρια της πόλης όσο και στα όρια της συνείδησης του Θορ. Όποιος βοσκός είχε τύχει να χάσει κάποιο πρόβατο στο δάσος δεν είχε ποτέ τολμήσει να πάει ως εκεί για να το βρει. Ούτε και ο ίδιος ο πατέρας του. Οι ιστορίες γι’ αυτό το μέρος ήταν πολύ σκοτεινές και δεν άλλαζαν με το πέρασμα του χρόνου.

Αλλά σήμερα υπήρχε κάτι διαφορετικό που έκανε τον Θορ να μην τον νοιάζει πια, κάτι που τον έκανε να αψηφήσει κάθε προειδοποίηση ή προληπτικό μέτρο. Ένα μέρος του εαυτού του ήθελε να τεντώσει το σκοινί ως τα άκρα, να φύγει απ’ το σπίτι του όσο πιο μακριά γινόταν, και να αφήσει την ίδια τη ζωή να τον πάει όπου αυτή ήθελε.

Με τόλμη, μπήκε ακόμα πιο βαθιά στο δάσος, μετά σταμάτησε για λίγο, αβέβαιος για ποια κατεύθυνση ν’ ακολουθήσει. Είδε κάποια σημάδια και κάποια λυγισμένα κλαδιά απ’ όπου μπορεί να είχε περάσει το πρόβατό του και στράφηκε προς αυτή την κατεύθυνση. Μετά από λίγο, όμως, ξαναγύρισε.

Πριν περάσει μια ακόμη ώρα, είχε χαθεί απελπιστικά. Προσπάθησε να θυμηθεί την κατεύθυνση απ’ όπου είχε έρθει – αλλά δεν ήταν πια σίγουρος. Ένιωθε το στομάχι του να σφίγγεται από ένα δυσάρεστο συναίσθημα, αλλά σκέφτηκε πως ο μόνος τρόπος για να βγει ήταν να πάει ίσια μπροστά – κι’ έτσι συνέχισε.

Στο βάθος, ο Θορ εντόπισε μια δέσμη από ηλιαχτίδες και κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Όταν βρέθηκε μπροστά σ’ ένα μικρό ξέφωτο, σταμάτησε στην άκρη, αλλά ξαφνικά κοκάλωσε. Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε.

Εκεί μπροστά του, με την πλάτη γυρισμένη προς το μέρος του, στέκονταν ένας άντρας ντυμένος με ένα μακρύ σατέν μανδύα. Όχι, δεν ήταν άντρας – ο Θορ μπορούσε να το αισθανθεί από το σημείο που βρίσκονταν. Ήταν κάτι άλλο. Ένας Δρυίδης, ίσως. Έτσι όπως στεκόταν φαινόταν ψηλός και ευθυτενής, με το κεφάλι του καλυμμένο με κουκούλα, απόλυτα ακίνητος, σαν να μην είχε καμία έννοια για τον κόσμο.

Ο Θορ δεν ήξερε τι να κάνει. Είχε ακούσει για τους Δρυίδες, αλλά δεν είχε ποτέ συναντήσει κανέναν. Κρίνοντας από τα περίτεχνα χρυσά σιρίτια πάνω στον μανδύα του, αυτός δεν ήταν ένας απλός Δρυίδης, αφού αυτά ήταν βασιλικά διακριτικά. Από την Βασιλική Αυλή. Ο Θορ δεν μπορούσε να καταλάβει. Τι έκανε εδώ ένας βασιλικός Δρυίδης;

Μετά από λίγες στιγμές που του φάνηκαν σαν αιωνιότητα, ο Δρυίδης γύρισε αργά και καθώς τον κοίταξε, ο Θορ αναγνώρισε το πρόσωπό του. Ήταν ένα από τα πιο διάσημα πρόσωπα στο βασίλειο: ο προσωπικός Δρυίδης του Βασιλιά. Ήταν ο Άργκον, ο σύμβουλος των βασιλέων του Δυτικού Βασιλείου για αιώνες. Τι έκανε εδώ, μακριά από την βασιλική αυλή, στη μέση του Σκοτεινού Δάσους; Αυτό ήταν μυστήριο. Ο Θορ άρχισε να αναρωτιέται μήπως τα φαντάζονταν όλα αυτά.

«Δεν σε ξεγελούν τα μάτια σου», είπε ο Άργκον, κοιτάζοντας τον Θορ κατάματα.

Η φωνή του ήταν βαθιά, αρχαία, σαν να ήταν τα δέντρα που μιλούσαν γι’ αυτόν. Τα μεγάλα σχεδόν διάφανα μάτια του έμοιαζαν να διαπερνούν τον Θορ και να διαβάζουν τις σκέψεις του. Ο Θορ ένιωσε μια έντονη ενέργεια να εκπέμπεται από τον Δρυίδη – έτσι όπως όταν κάποιος στέκεται απέναντι από τον ήλιο.

Ο Θορ αμέσως γονάτισε και υποκλίθηκε σκύβοντας το κεφάλι του.

«Άρχοντά μου», είπε. «Λυπάμαι που σας ενόχλησα».

Έλλειψη σεβασμού προς έναν σύμβουλο του Βασιλιά θα μπορούσε να καταλήξει σε φυλάκιση ή ακόμη και θάνατο. Αυτό ήταν κάτι που το ήξερε καλά ο Θορ από τότε που γεννήθηκε.

«Σήκω, παιδί μου», είπε ο Άργκον. «Αν ήθελα να υποκλιθείς, θα σου το είχα πει».

Αργά αργά, ο Θορ σηκώθηκε και τον κοίταξε. Ο Άργκον έκανε μερικά βήματα προς το μέρος του και τον πλησίασε. Μετά σταμάτησε και κοίταξε έντονα τον Θορ, σε βαθμό που ο Θορ άρχισε να νιώθει άβολα.

«Έχεις τα μάτια της μητέρας σου», είπε ο Άργκον.

Ο Θορ ξαφνιάστηκε. Δεν είχε γνωρίσει ποτέ την μητέρα του και δεν είχε γνωρίσει κανέναν, εκτός από τον πατέρα του, που να την ήξερε. Του είχαν πει ότι είχε πεθάνει στη γέννα, κάτι που πάντα προκαλούσε στον Θορ ένα αίσθημα ενοχής, ενώ πάντα είχε την υποψία ότι αυτός ήταν ο λόγος που η οικογένειά του τον μισούσε.

«Νομίζω πως με μπερδεύετε με κάποιον άλλον», είπε ο Θορ. «Εγώ δεν έχω μητέρα».

«Δεν έχεις;» Ο Άργκον ρώτησε με ένα χαμόγελο. «Δηλαδή εσύ γεννήθηκες μόνο από άντρα;»

«Εννοούσα, άρχοντά μου, ότι η μητέρα μου πέθανε στη γέννα. Νομίζω πως με μπερδεύετε με κάποιον άλλο».

«Είσαι ο Θόργκριν, από την οικογένεια των ΜακΛέοντ. Είσαι ο πιο μικρός από τέσσερα αδέλφια. Αυτός που δεν επιλέχθηκε».

Τα μάτια του Θορ άνοιξαν διάπλατα. Πραγματικά δεν ήξερε τι συμπέρασμα να βγάλει απ’ όλα αυτά. Το γεγονός ότι κάποιος με το κύρος του Άργκον γνώριζε ποιος ήταν – υπερέβαινε την δυνατότητά του να το καταλάβει. Ούτε και είχε ποτέ του φανταστεί πως κάποιος έξω από το χωριό του μπορεί να τον γνώριζε.

«Πώς… το ξέρετε αυτό;»

Ο Άργκον του χαμογέλασε, αλλά δεν απάντησε.

Ο Θορ ξαφνικά ένιωσε να τον κυριεύει η περιέργεια».

«Πώς…», πρόσθεσε ο Θορ, ψάχνοντας να βρει τις κατάλληλες λέξεις, «…πώς ξέρετε την μητέρα μου;» «Την είχατε γνωρίσει; Ποια ήταν;

Ο Άργκον γύρισε και απομακρύνθηκε.

«Ερωτήματα για κάποια άλλη στιγμή», είπε.

Ο Θορ, προβληματισμένος, τον παρακολουθούσε καθώς απομακρυνόταν. Αυτή ήταν μια τόσο μυστηριώδης συνάντηση και όλα συνέβησαν τόσο γρήγορα που ένιωθε ζαλισμένος. Αποφάσισε πως δεν έπρεπε να αφήσει τον Άργκον να φύγει κι’ έτσι έτρεξε πίσω του.

«Τι κάνετε εδώ;» ρώτησε ο Θορ τρέχοντας να τον προλάβει. Ο Άργκον, χρησιμοποιώντας το ραβδί του, ένα αρχαίο αντικείμενο από ελεφαντόδοντο, περπατούσε φαινομενικά γρήγορα. «Με περιμένατε, έτσι δεν είναι;»

«Ποιον άλλον;» ρώτησε ο Άργκον.

Ο Θορ έτρεξε να τον προλάβει, ακολουθώντας τον μέσα στο δάσος και αφήνοντας πίσω του το ξέφωτο.

«Αλλά γιατί εμένα; Πώς ξέρατε ότι θα ήμουν εδώ; Τι είναι αυτό που θέλετε;»

«Πολλές ερωτήσεις», είπε ο Άργκον. «Έχουν γεμίσει τον αέρα. Αντί για ερωτήσεις, θα έπρεπε να ακούς».

Ο Θορ τον ακολούθησε, και οι δυό τους συνέχισαν να περπατάνε μέσα στο πυκνό δάσος, ενώ ο Θορ συγκρατούσε τον εαυτό του για να μείνει σιωπηλός.

«Έχεις έρθεις να βρεις το πρόβατό σου που χάθηκε», δήλωσε ο Άργκον. «Μεγαλόψυχη προσπάθεια. Αλλά χάνεις τον χρόνο σου. Δεν πρόκειται να επιβιώσει».

Ваша оценка очень важна

0
Шрифт
Фон

Помогите Вашим друзьям узнать о библиотеке

Скачать книгу

Если нет возможности читать онлайн, скачайте книгу файлом для электронной книжки и читайте офлайн.

fb2.zip txt txt.zip rtf.zip a4.pdf a6.pdf mobi.prc epub ios.epub fb3

Популярные книги автора