Ο Θορ έκλεισε τα μάτια του.
Σε παρακαλώ, Θεέ μου. Δώσε μου δύναμη. Βοήθησέ με να νικήσω αυτό το πλάσμα. Σε παρακαλώ. Σε ικετεύω. Θα κάνω ό,τι μου ζητήσεις. Θα σου χρωστάω μεγάλη χάρη.
Εκείνη τη στιγμή κάτι συνέβη. Ο Θορ ένιωσε μια έντονη θερμότητα να ανεβαίνει μέσα στο σώμα του και να κυλά μέσα στις φλέβες του, σαν να τον διαπερνούσε ένα ενεργειακό πεδίο. Άνοιξε τα μάτια του και είδε κάτι που τον ξάφνιασε: από τις παλάμες του εκπέμπονταν ένα κίτρινο φως, και όπως έσπρωξε προς τα πίσω το λαιμό του θηρίου, είδε με έκπληξη ότι η δύναμή του ήταν τώρα αρκετή για να το κρατήσει μακριά του.
Ο Θορ συνέχισε να σπρώχνει έως ότου κατάφερε να το απωθήσει αρκετά. Η δύναμή του συνέχισε να αυξάνεται και αισθάνθηκε σαν να τον διαπερνούσε μια οβίδα κανονιού γεμάτη ενέργεια. Μέσα σε δευτερόλεπτα το θηρίο εκσφενδονίστηκε στον αέρα και προσγειώθηκε με την πλάτη δέκα μέτρα μακριά από τον Θορ.
Ο Θορ ανασηκώθηκε, χωρίς να έχει απολύτως συνειδητοποιήσει τι είχε γίνει. Το κτήνος ξανασηκώθηκε στα πόδια του και λυσσομανώντας επιτέθηκε ξανά – αλλά αυτή τη φορά ο Θορ ένιωθε διαφορετικά. Η ενέργεια έρρεε μέσα στο σώμα του και αισθανόταν πιο δυνατός από κάθε άλλη φορά.
Καθώς το θηρίο έκανε ένα άλμα στον αέρα, ο Θορ έσκυψε, το άρπαξε από την κοιλιά, και το εκσφενδόνισε με τέτοια φόρα που μεταφέρθηκε μέτρα μακριά.
Το θηρίο πετώντας μέσα από το δάσος, έπεσε ορμητικά πάνω σ’ ένα δέντρο και κατέρρευσε στο έδαφος.
Ο Θορ το κοίταζε έκπληκτος. Είχε εκσφενδονίσει ένα Σάιμπολντ;
Το θηρίο ανοιγόκλεισε τα μάτια του δύο φορές και μετά κοίταξε τον Θορ. Σηκώθηκε πάνω για να επιτεθεί ξανά.
Αυτή τη φορά, όμως, καθώς προσπάθησε να ορμήσει, ο Θορ το άρπαξε από τον λαιμό. Έπεσαν και οι δύο στο έδαφος με το θηρίο πάνω στον Θορ. Αλλά ο Θορ έκανε μια στροφή και βρέθηκε από πάνω του. Το κράτησε εκεί και προσπάθησε να το πνίξει και με τα δυό του χέρια καθώς το κτήνος προσπαθούσε να σηκώσει το κεφάλι του για να μπήξει τα δόντια του στη σάρκα του Θορ. Όμως αστόχησε. Νιώθοντας ακόμα πιο έντονη τη δύναμη μέσα του, ο Θορ το καθήλωσε με τα χέρια του και δεν το άφηνε να κουνηθεί. Καθώς η ενέργεια τον διαπερνούσε, με έκπληξη κατάλαβε ότι ένιωθε πιο δυνατός από το θηρίο.
Του έσφιγγε τόσο δυνατά τον λαιμό που ο θάνατός του ήταν βέβαιος. Τελικά το θηρίο παρέλυσε.
Ο Θορ συνέχισε να του σφίγγει το λαιμό για ένα ολόκληρο λεπτό ακόμα.
Μετά, με κομμένη την ανάσα σηκώθηκε αργά αργά κοιτάζοντάς το με ορθάνοιχτα μάτια καθώς κρατούσε το λαβωμένο του μπράτσο. Τι είχε στ’ αλήθεια συμβεί; Εκείνος, ο Θορ, είχε μόλις σκοτώσει ένα Σάιμπολντ;
Ένιωσε ότι αυτό ήταν ένα σημάδι, εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα, και όχι κάποια άλλη. Ένιωθε ότι είχε γίνει κάτι εξαιρετικά σημαντικό. Είχε σκοτώσει το πιο γνωστό και το πιο τρομακτικό θηρίο του βασιλείου του. Εντελώς μόνος του. Χωρίς όπλο. Φαινόταν εξωπραγματικό. Κανείς δεν θα τον πίστευε.
Αισθανόταν τον κόσμο να γυρίζει γύρω του, καθώς αναρωτιόταν για τη δύναμη που τον είχε κατακλύσει, τι σήμαινε αυτό, και ποιος πραγματικά ήταν. Τα μόνα άτομα που ήταν γνωστό πως είχαν τέτοια δύναμη ήταν οι Δρυίδες. Αλλά ο πατέρας του και η μητέρα του δεν ήταν Δρυίδες, έτσι κι’ αυτός δεν θα μπορούσε να είναι Δρυίδης.
Ή μήπως ήταν;
Νιώθοντας ότι κάποιος βρισκόταν πίσω του, ο Θορ γύρισε και είδε τον Άργκον να στέκεται εκεί και να κοιτάζει το ζώο.
«Πώς ήρθατε εδώ;» ρώτησε ο Θορ έκπληκτος.
Ο Άργκον τον αγνόησε.
«Είδατε τι συνέβη;» ρώτησε ο Θορ, μην πιστεύοντας ακόμα όλα όσα είχαν γίνει. «Δεν ξέρω πώς το έκανα».
«Και όμως, ξέρεις», απάντησε ο Άργκον. «Βαθιά μέσα σου, ξέρεις. Είσαι διαφορετικός από τους άλλους».
Ήταν σαν… ένα κύμα ενέργειας», είπε ο Θορ. «Σαν μια δύναμη που δεν ήξερα ότι είχα».
«Το ενεργειακό πεδίο», είπε ο Άργκον. «Θα έρθει μια μέρα που θα το καταλάβεις αρκετά καλά. Πιθανόν θα μάθεις και να το ελέγχεις».
Ο Θορ κρατούσε σφιχτά τον ώμο του. Ο πόνος ήταν ανυπόφορος και βασανιστικός. Καθώς έσκυψε το κεφάλι του είδε το χέρι του γεμάτο αίματα. Ένιωθε να ζαλίζεται και αναρωτιόταν τι θα γινόταν αν έμενε έτσι αβοήθητος.
Ο Άργκον έκανε τρία βήματα μπροστά, άπλωσε το χέρι του, άρπαξε το ελεύθερο χέρι του Θορ και το κράτησε σφιχτά πάνω στην πληγή του. Το κράτησε εκεί, έγειρε προς τα πίσω και έκλεισε τα μάτια του.
Ο Θορ αισθάνθηκε μια ζεστασιά να διαπερνάει το μπράτσο του.
Μέσα σε δευτερόλεπτα, το παχύρρευστο αίμα που κολλούσε στο χέρι του ξεράθηκε, ενώ κατάλαβε ότι και ο πόνος του άρχισε να ελαττώνεται σιγά σιγά.
Έριξε μια ματιά στο τραύμα του και δεν μπορούσε να καταλάβει τι γινόταν: είχε θεραπευτεί. Το μόνο που είχε μείνει ήταν τρεις ουλές εκεί που τον είχαν τραυματίσει τα νύχια του ζώου. Όμως οι πληγές είχαν κλείσει και φαινόταν παλιές – σαν να είχαν γίνει αρκετές μέρες πριν. Και δεν έτρεχε άλλο αίμα.
Ο Θορ κοίταξε τον Άργκον με έκπληξη.
«Πώς το κάνατε αυτό;» ρώτησε.
Ο Άργκον χαμογέλασε.
«Δεν το έκανα εγώ. Εσύ το έκανες. Εγώ απλά κατεύθυνα τη δύναμή σου».
«Αλλά εγώ δεν έχω δύναμη να θεραπεύω», απάντησε ο Θορ σαστισμένος.
«Δεν έχεις;» απάντησε ο Άργκον.
«Δεν καταλαβαίνω. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν βγάζει νόημα», είπε ο Θορ, νιώθοντας ότι η υπομονή του είχε σχεδόν εξαντληθεί. «Σας παρακαλώ, πείτε μου».
Ο Άργκον απέφυγε να τον κοιτάξει.
«Κάποια πράγματα θα τα μάθεις με τον καιρό».
Ο Θορ σκέφτηκε κάτι.
«Αυτό σημαίνει ότι μπορώ να ενταχθώ στη Λεγεώνα του Βασιλιά;» ρώτησε με ενθουσιασμό. «Σίγουρα, αν μπορώ να σκοτώσω ένα Σάιμπολντ, θα μπορώ να φανώ και αντάξιος των άλλων αγοριών».
«Σίγουρα μπορείς», του απάντησε.
«Αλλά αυτοί διάλεξαν τα αδέλφια μου – δεν διάλεξαν εμένα».
«Τα αδέλφια σου δεν θα μπορούσαν να έχουν σκοτώσει ένα τέτοιο θηρίο».
Ο Θορ κοίταξε προς τα πίσω σκεφτικός.
«Αλλά αυτοί με έχουν ήδη απορρίψει. Πώς θα μπορούσα να μπω στην Λεγεώνα;»
«Από πότε ένας πολεμιστής χρειάζεται πρόσκληση;» ρώτησε ο Άργκον.
Τα λόγια του βρήκαν στόχο. Ο Θορ ένιωσε το σώμα του να αναθερμαίνεται.
«Εννοείτε πως θα πρέπει απλά να πάω να εμφανιστώ μπροστά τους; Απρόσκλητος;»
Ο Άργκον χαμογέλασε.
«Εσύ δημιουργείς τη μοίρα σου. Όχι οι άλλοι».
Ο Θορ ανοιγόκλεισε τα μάτια του – και μέσα σε μια στιγμή ο Άργκον είχε εξαφανιστεί.
Για άλλη μια φορά.
Ο Θορ έκανε μια στροφή κοιτώντας ολόγυρά του προς κάθε κατεύθυνση, αλλά δεν υπήρχε κανένα ίχνος του.
«Από εδώ!» ακούστηκε μια φωνή.
Ο Θορ γύρισε και είδε ένα τεράστιο βράχο μπροστά του. Αισθάνθηκε ότι η φωνή ερχόταν από την κορυφή του βράχου και άρχισε να ανεβαίνει.
Όταν έφτασε στην κορυφή, εξεπλάγη που ο Άργκον δεν ήταν εκεί.
Από αυτό το ψηλό σημείο, όμως, μπορούσε να δει τις κορυφές των δέντρων στο Σκοτεινό Δάσος. Έβλεπε που τελείωνε το δάσος και τον δεύτερο ήλιο που έδυε μέσα σ’ ένα βαθυπράσινο χρώμα. Και ακόμα πιο μακριά, έβλεπε τον δρόμο που οδηγούσε στην Αυλή του Βασιλιά.
«Ο δρόμος είναι δικός σου για να τον βαδίσεις», ακούστηκε πάλι η φωνή. «Αν τολμάς».
Ο Θορ γύρισε αλλά δεν είδε κανέναν. Ήταν απλά μια φωνή που αντηχούσε.
Όμως, ήξερε πως ο Άργκον ήταν κάπου εκεί για να τον ενθαρρύνει. Και βαθιά μέσα του, ήξερε ότι είχε δίκιο.
Χωρίς να διστάσει ούτε μια στιγμή, ο Θορ κατέβηκε από τον βράχο και, περνώντας μέσα από το δάσος, ξεκίνησε για τον μακρινό δρόμο.
Μια πορεία προς το πεπρωμένο του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Ο Βασιλιάς ΜακΓκιλ – γεροδεμένος, με πλατύ, δυνατό στέρνο, με μια πυκνή γενειάδα που είχε ήδη γκριζάρει αρκετά, μακριά μαλλιά που ταίριαζαν με τα γένια του και ένα πλατύ μέτωπο που είχε πολλές ρυτίδες από τις μάχες – στεκόταν ψηλά πάνω στις επάλξεις του κάστρου, με την Βασίλισσα δίπλα του και παρακολουθούσε τις πολυάριθμες εορταστικές εκδηλώσεις της ημέρας. Η βασιλική έκταση απλώνονταν από κάτω με όλη της τη δόξα και εκτείνονταν τόσο μακριά όσο μπορούσε να δει το μάτι. Ήταν μια πόλη στην ακμή της που περιβάλλονταν από αρχαία πέτρινα τείχη. Ήταν η Αυλή του Βασιλιά. Αυτή διασυνδέονταν με ένα λαβύρινθο από στριφογυριστά δρομάκια με πέτρινα κτίσματα όλων των σχημάτων και μεγεθών – για τους πολεμιστές, τους επιστάτες, τα άλογα, το Αργυρό Τάγμα, τη Λεγεώνα, τους φρουρούς, τους στρατώνες, την οπλαποθήκη, την αποθήκη με τις πανοπλίες και τα εξαρτήματα τους – και ανάμεσα σ’ όλα αυτά, εκατοντάδες κατοικίες για ένα πλήθος ανθρώπων που είχαν επιλέξει να μένουν μέσα στα τείχη της πόλης. Ανάμεσα σ’ αυτά τα δρομάκια απλώνονταν στρέμματα με χορτάρι, βασιλικοί κήποι, λιθόστρωτες πλατείες και σιντριβάνια με νερά που ξεχείλιζαν. Η Αυλή του Βασιλιά είχε βελτιωθεί μέσα στους αιώνες από τον πατέρα του, και τον παππού του πριν από αυτόν – και τώρα ήταν στο αποκορύφωμα της δόξας της. Χωρίς αμφιβολία, ήταν τώρα το ασφαλέστερο οχυρό μέσα σ’ όλο το Δυτικό Βασίλειο του Δαχτυλιδιού.