Ο ΜακΓκιλ είχε την τύχη να έχει τους καλύτερους και τους πιο πιστούς πολεμιστές απ’ ό,τι είχαν όλοι οι προηγούμενοι βασιλείς, και κατά τη διάρκεια της δικής του βασιλείας, κανένας δεν είχε τολμήσει να του επιτεθεί. Ήταν ο έβδομος ΜακΓκιλ που είχε ανέβει στο θρόνο και διατηρούσε το βασιλικό του αξίωμα για τριάντα δύο χρόνια. Ήταν ένας καλός και σοφός βασιλιάς. Ο τόπος του είχε γνωρίσει μεγάλη ευημερία κατά τη διάρκεια της βασιλείας του. Είχε διπλασιάσει το μέγεθος του στρατού του, είχε επεκτείνει τις πόλεις του, είχε φέρει αφθονία στον λαό του και ούτε ένα παράπονο δεν μπορούσε κανείς ν’ ακούσει από τους υπηκόους του. Ήταν γνωστός ως γενναιόδωρος βασιλιάς και από τότε που ανέβηκε στο θρόνο ο λαός διήνυε μια περίοδο αφθονίας και ειρήνης που ήταν πρωτόγνωρη.
Παραδόξως, αυτός ακριβώς ήταν και ο λόγος που κρατούσε τον ΜακΓκιλ ξάγρυπνο τα βράδια. Επειδή ο ΜακΓκιλ ήξερε την ιστορία του τόπου: σε όλες τις περασμένες εποχές, ποτέ πριν δεν υπήρχε μια τόσο μακροχρόνια περίοδος χωρίς πόλεμο. Δεν αναρωτιόταν πια αν θα υπήρχε επίθεση – αλλά πότε. Και από ποιον.
Η μεγαλύτερη απειλή, φυσικά, ήταν πέρα από το Δαχτυλίδι, από την αυτοκρατορίας των Αγρίων που κυβερνούσαν την μακρινή περιοχή και είχαν υποτάξει όλους τους λαούς έξω από το Δαχτυλίδι, πέρα από το Φαράγγι. Για τον ΜακΓκιλ, και τις εφτά γενιές πριν απ’ αυτόν, οι Άγριοι δεν είχαν ποτέ αποτελέσει άμεση απειλή. Λόγω της μοναδικής γεωγραφικής θέσης του βασιλείου, το οποίο σχημάτιζε ένα κύκλο – ένα δαχτυλίδι – και χωρίζονταν από τον υπόλοιπο κόσμο με ένα βαθύ φαράγγι που ήταν ένα μίλι πλατύ, αλλά και λόγω της προστασίας που είχε από το ενεργειακό πεδίο που ήταν ενεργό από την περίοδο της βασιλείας του ΜακΓκιλ του πρώτου, ο τόπος δεν διέτρεχε κίνδυνο από τους Άγριους. Παρότι είχαν προσπαθήσει αρκετές φορές να επιτεθούν, να διεισδύσουν περνώντας μέσα από την ασπίδα του ενεργειακού πεδίου, ή να διασχίσουν το φαράγγι, ούτε μια φορά δεν τα είχαν καταφέρει. Εφ’ όσον αυτός και ο λαός του έμεναν μέσα στο Δαχτυλίδι, δεν διέτρεχαν κίνδυνο εξωτερικής απειλής.
Αυτό δεν σήμαινε, όμως, πως δεν υπήρχε απειλή από το εσωτερικό. Και αυτό ήταν που κρατούσε ξύπνιο τον ΜακΓκιλ τα βράδια τώρα τελευταία. Στην πραγματικότητα, αυτός ήταν και ο σκοπός των εορτασμών της ημέρας: ο γάμος της μεγαλύτερης κόρης του. Ένας γάμος που είχε κανονιστεί ειδικά για να κατευνάσει τους εχθρούς του, και να διατηρήσει την εύθραυστη ειρήνη μεταξύ του Ανατολικού και του Δυτικού Βασιλείου του Δαχτυλιδιού.
Ενώ το Δαχτυλίδι εκτείνονταν περισσότερο από πεντακόσια μίλια προς κάθε κατεύθυνση, χωριζόταν στη μέση από μια οροσειρά – τα Χάιλαντς. Στην άλλη πλευρά των Χάιλαντς βρίσκονταν το Ανατολικό Βασίλειο που κυβερνούσε το άλλο μισό του Δαχτυλιδιού. Αυτό το βασίλειο, επί αιώνες κυβερνιόταν από τους αντιπάλους του, τους ΜακΚλάουντ, που πάντα προσπαθούσαν να σπάσουν την εύθραυστη εκεχειρία με τους ΜακΓκιλ. Οι ΜακΚλάουντ ήταν αχάριστοι και πάντα δυσαρεστημένοι με ό,τι κι’ αν είχαν, ενώ πίστευαν ότι η πλευρά του δικού τους βασιλείου βρίσκονταν σε έδαφος λιγότερο εύφορο. Επίσης, διεκδικούσαν και όλη την οροσειρά των Χάιλαντς, επιμένοντας ότι όλα τα βουνά ήταν δικά τους, ενώ τουλάχιστον η μισή οροσειρά ανήκε στους ΜακΓκιλ. Υπήρχαν μόνιμες αψιμαχίες στα σύνορα και συνεχείς απειλές για εισβολή.
Καθώς ο ΜακΓκιλ συλλογίζονταν όλα αυτά, ένιωθε εκνευρισμένος. Οι ΜακΚλάουντ θα έπρεπε να είναι ευτυχισμένοι. Ήταν ασφαλείς μέσα στο Δαχτυλίδι, προστατευμένοι από το Φαράγγι, βρίσκονταν σε επίλεκτη γη και δεν είχαν τίποτα να φοβηθούν. Γιατί να μην είναι ευχαριστημένοι με το δικό τους μισό του Δαχτυλιδιού; Και μόνο επειδή, για πρώτη φορά στην ιστορία, ο ΜακΓκιλ είχε κάνει το στρατό του τόσο ισχυρό, οι ΜακΚλάουντ δεν είχαν αποτολμήσει μια επίθεση. Αλλά ο ΜακΓκιλ, επειδή ήταν σοφός βασιλιάς, αισθανόταν κάτι στον ορίζοντα – ήξερε ότι η ειρήνη δεν θα κρατούσε για πολύ ακόμα. Έτσι, είχε κανονίσει η μεγαλύτερη κόρη του να παντρευτεί τον μεγαλύτερο πρίγκιπα των ΜακΚλάουντ. Και τώρα η μέρα είχε φτάσει.
Καθώς κοίταξε κάτω, είδε να απλώνονται μπροστά του χιλιάδες υπήκοοι ντυμένοι με χιτώνες με έντονα χρώματα που προσέρχονταν από κάθε γωνιά του βασιλείου και από τις δύο πλευρές των Χάιλαντς. Όλος σχεδόν ο πληθυσμός του Δαχτυλιδιού συνέρρεε μέσα στα δικά του τείχη. Οι άνθρωποί του, επί μήνες, είχαν κάνει όλες τις προετοιμασίες ακολουθώντας τη διαταγή να κάνουν τα πάντα να δείχνουν δύναμη και ευημερία. Αυτή δεν ήταν απλά μια ημέρα γάμου. Ήταν η μέρα για να στείλει ένα μήνυμα στους ΜακΚλάουντ.
Ο ΜακΓκιλ επιθεώρησε τους εκατοντάδες στρατιώτες που είχαν στρατηγικά παραταχθεί κατά μήκος των επάλξεων, στους δρόμους και στα τείχη. Οι στρατιώτες ήταν πολύ περισσότεροι απ’ ό,τι θα μπορούσε ποτέ να χρειαστεί – και ένιωσε ικανοποιημένος. Ήταν ακριβώς η επίδειξη δύναμης που ήθελε. Παρ’ όλα αυτά, αισθανόταν επίσης και μια ένταση. Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη, ώριμη για μια σύγκρουση. Ήλπιζε να μην υπάρξουν κάποιοι θερμοκέφαλοι, και από τις δύο πλευρές, που παρασυρμένοι από το ποτό, θα προξενούσαν αναταραχή.
Είχε ρίξει μια ματιά στα γήπεδα για τις κονταρομαχίες και για τα άλλα αγωνίσματα και σκεφτόταν ότι η μέρα που θα ξημέρωνε θα ήταν γεμάτη με αγωνίσματα, κονταρομαχίες και όλων των ειδών τις εορταστικές εκδηλώσεις. Τα πράγματα θα ήταν έντονα. Οι ΜακΚλάουντ θα έρχονταν σίγουρα με τον μικρό τους στρατό, και κάθε κονταρομαχία, κάθε πάλη, κάθε συναγωνισμός, θα αποκτούσε ξεχωριστό μήνυμα. Αν, όμως, έστω και ένα απ’ όλα αυτά πήγαινε στραβά, θα εξελίσσονταν σε μάχη.
«Βασιλιά μου;»
Ένιωσε επάνω του ένα απαλό άγγιγμα και γύρισε να δει την Βασίλισσα Κρέα. Ήταν ακόμα η πιο όμορφη γυναίκα που είχε γνωρίσει ποτέ του. Ήταν παντρεμένη και ευτυχισμένη μαζί του σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας του και του είχε χαρίσει πέντε παιδιά, τα τρία από αυτά αγόρια, και δεν είχε παραπονεθεί ούτε μια φορά. Επιπλέον, είχε γίνει και ο πιο έμπιστος σύμβουλός του. Με το πέρασμα του χρόνου, είχε καταλάβει ότι αυτή ήταν σοφότερη από όλους τους άντρες του. Στην πραγματικότητα, πιο σοφή κι’ από τον ίδιο.
«Είναι μια πολιτική ημέρα», του είπε . «Αλλά είναι επίσης και ο γάμος της κόρης μας. Προσπάθησε να τον χαρείς. Δεν συμβαίνει κάθε μέρα».
«Ανησυχούσα λιγότερο όταν δεν είχα τίποτα», απάντησε ο Βασιλιάς. «Τώρα που έχουμε τα πάντα, όλα με ανησυχούν. Είμαστε ασφαλείς. Αλλά δεν νιώθω αυτή την ασφάλεια».
Τον κοίταξε με τα μεγάλα καστανά της μάτια που ήταν γεμάτα συμπόνια και φαίνονταν σαν να κατείχαν όλη τη σοφία του κόσμου. Τα βλέφαρά της έγερναν, όπως έκαναν πάντα, σαν να νύσταζε λίγο, και πλαισιώνονταν από τα όμορφα, ίσια καστανά της μαλλιά που είχαν μέσα τους κάποιες πινελιές του γκρι και έπεφταν με χάρη και στις δύο πλευρές του προσώπου της. Μπορεί να είχε λίγες ρυτίδες παραπάνω, αλλά δεν είχε αλλάξει καθόλου.
«Αυτό συμβαίνει επειδή δεν είσαι ασφαλής», του είπε. «Αλλά κανένας βασιλιάς δεν είναι ασφαλής. Στην αυλή μας υπάρχουν περισσότεροι κατάσκοποι απ’ όσους βάζει ο νους σου. Αλλά έτσι γίνεται συνήθως».
Έσκυψε, τον φίλησε και χαμογέλασε.
«Προσπάθησε να το απολαύσεις», του είπε. «Στο κάτω-κάτω πρόκειται για γάμο».
Με τα λόγια αυτά, γύρισε και απομακρύνθηκε από το προπύργιο.
Αφού την παρακολούθησε να απομακρύνεται, γύρισε μετά και κοίταξε την αυλή του. Είχε δίκιο. Πάντα είχε δίκιο. Πράγματι ήθελε να απολαύσει τη σημερινή ημέρα. Αγαπούσε την μεγάλη του κόρη και σήμερα ήταν ο γάμος της. Ήταν η πιο όμορφη μέρα της πιο όμορφης εποχής του χρόνου, η άνοιξη στο αποκορύφωμά της, το καλοκαίρι να πλησιάζει, οι δύο ήλιοι τέλειοι στον ουρανό, και με ένα ελαφρό αεράκι να φυσάει απαλά. Όλα ήταν ανθισμένα και τα δέντρα ολόγυρα δημιουργούσαν μια παλέτα χρωμάτων με ροζ, μοβ, πορτοκαλί και λευκό. Δεν ήθελε τίποτα άλλο από το να κατέβει κάτω και να πάει να καθίσει μαζί με τους άντρες του, να δει την κόρη του να παντρεύεται και να πιει τόση μπύρα που να μην μπορεί να πιει άλλο.